Τετάρτη 8 Ιουλίου 2009

Προσοχή! Ο χώρος παρακολουθείται

Μαριάννα Πελέκη,
ΠΜΣ Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Παντείου Παν/μίου Εισαγωγή Στην καθιερωμένη μου επίσκεψη στο γυμναστήριο παρουσιάζω την κάρτα μέλους που μου δίνει πλήρη ελευθερία χρήσης των παροχών του χώρου. Στον πάγκο της εισόδου υπάρχει ένας μηχανισμός που διαβάζει το barcode της κάρτας και εμφανίζει τα στοιχεία του πελάτη στην οθόνη του υπολογιστή, ρουτίνα που επαναλαμβανόμενα αποφεύγω. «Γιατί δε “χτυπάς” ποτέ την κάρτα σου;», με ρώτησε πρόσφατα ένας γυμναστής. «Γιατί ακριβώς πρέπει να το κάνω;», απάντησα σε μια προσπάθεια προσποίησης άγνοιας και μίμησης της σωκρατικής διαλεκτικής. Σ’ ένα πλαίσιο αστεϊσμού και προσπάθειας άσκησης της πειθούς του μέσα από μια επιχειρηματολογία που θα έβρισκε κοινά σημεία επικοινωνίας, μου ανταπάντησε χαμογελώντας συνωμοτικά και προκαταβάλλοντας πως θα μιλήσουμε μια κοινή γλώσσα: «Μα, θέλουμε να σας ελέγχουμε! Είμαστε ο Big Brother!». Αυτό που με εντυπωσίασε δεν ήταν η κοινοποίηση του ελέγχου, αλλά η χρήση της ευχάριστης πλευράς του, γεγονός που αποσπά εύκολα τη συναίνεση στη συμμετοχή της διαδικασίας προσφοράς των προσωπικών στοιχείων. Η επιτήρηση και ο έλεγχος έχουν γίνει δόκιμες έννοιες, ακόμα και αν η συνεπαγόμενη εξουσία των όρων υπερβαίνει τους χρήστες τους καθώς απουσιάζει η συναίσθηση του μεγέθους και του βάθους του ελέγχου που τους ασκείται, με κυρίαρχη την ψευδαίσθηση πως είναι αυτοί που τον ασκούν. Η επιτήρηση θα μπορούσε να οριστεί ως η πρακτική της συγκέντρωσης και της ταξινόμησης πληροφοριών με σκοπό τη διαχείριση εκείνων των οποίων τα δεδομένα έχουν συγκεντρωθεί (Ball, 2006). Σύμφωνα με τον David Lyon (2006α) η επιτήρηση γίνεται εύκολα αποδεκτή διότι όλα τα είδη του «βλέπειν» έχουν γίνει κοινός τόπος στα πλαίσια της κοινωνίας της παρατήρησης και του θεάματος και ενθαρρύνονται απ’ την κουλτούρα της τηλεόρασης και του κινηματογράφου. Όσα ανήκαν στη σφαίρα του ιδιωτικού είναι τώρα ανοιχτά στο δημόσιο βλέμμα και καθώς οι απόκρυφες πλευρές της προσωπικής ζωής προβάλλονται στη «μεγάλη οθόνη» της κοινωνίας, φαίνεται να είναι ελάσσονος σημασίας η σε κοινή θέα έκθεση των κάποτε προστατευόμενων προσωπικών δεδομένων. Το γεγονός ότι ο έλεγχος και η επιτήρηση παρελαύνουν ως «φυσικά» στοιχεία στον κοινωνικό χώρο δεν πρέπει να λαμβάνεται ως απόδειξη για την αθώωση του ρόλου που αναλαμβάνουν στην παράσταση τρόμου η οποία επιτυχώς ανεβαίνει καθημερινά στο κοινωνικό σανίδι. Αντίθετα, η χωρίς ακρόαση διανομή ρόλων κομπάρσου στους πολίτες, που τους δίνει την αίσθηση του πρωταγωνιστή ώστε να τους τοποθετήσει στο επίκεντρο της κρατικής επιτήρησης, δίνει την ψευδαίσθηση της ενεργού δράσης, της αυτονομίας και των ελεύθερων επιλογών, σκιαγραφώντας τον τόπο νομιμοποίησής της. I. Με αφετηρία το «Πανοπτικόν» Το «Πανοπτικόν» έχει κεντρική θέση στη μελέτη της επιτήρησης. Ως αρχιτεκτονική μορφή σχεδιάστηκε από τους αδελφούς Bentham[1], ενώ αποτέλεσε το διάγραμμα για τη θεωρητική ανάλυση του Foucault γύρω από την επιτήρηση. Αναδεικνύει την εξύψωση της όρασης και της διαφάνειας που πρεσβεύει ο Διαφωτισμός (Lyon, 2006β) και υπό αυτή τη λογική ο Foucault αναγγέλλει τον Bentham ως συμπληρωματικό του Rousseau. Ο σκοτεινός χώρος αποτελεί εμπόδιο στην ολική ορατότητα των πραγμάτων και των ανθρώπων, ενώ η εξουσία καθίσταται αποτελεσματικότερη μέσω της διαφάνειας και οργανώνεται «γύρω από ένα κυριαρχικό και επιτηρητικό βλέμμα» (Foucault, 1994: 15). Το κλειδί στην ιδέα του πανοπτικού είναι ότι παράγει την εσωτερίκευση του ελέγχου με αποτέλεσμα την αυτοπαρατήρηση, την άσκηση της επιτήρησης «πάνω και ενάντια στον εαυτό» (Foucault, 1994: 17). Μ’αυτό τον τρόπο, μας λέει ο Lyon (2006β), δίνεται έμφαση στην αυτοπειθαρχία, ως αρχέτυπη και σύγχρονη μέθοδο παραγωγής πειθήνιων σωμάτων. Όμως όσο πιο αυστηρό και άτεγκτο είναι το καθεστώς του πανοπτικού, τόσο πιο ενεργή είναι και η αντίσταση. Έτσι, στις περισσότερες περιπτώσεις παράγεται ένας εαυτός για τον παρατηρητή μέσα από αντιδράσεις ενάντια στην αρνητική ορατότητα, που μετατρέπουν το υπάκουο σώμα σε ακόμα πιο ορατό απ’το επιθυμητό (ό.π.). Παρά το γεγονός ότι το πανοπτικόν αποτελεί την αφετηρία κάθε μελέτης γύρω απ’ την επιτήρηση και τον έλεγχο, θα πρέπει να προχωρήσουμε πέρα απ’ αυτό για να κατανοήσουμε τις σύγχρονες και ηλεκτρονικά κατευθυνόμενες πρακτικές της επιτήρησης. Αρχικά πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το νέο πολιτικό καθεστώς. Οι έννοιες της «κυρίαρχης εξουσίας» και της «γυμνής ζωής»[2] συνδέονται με το νέο καθεστώς επιτήρησης που στοχεύει στην κατηγοριοποίηση, στην ταξινόμηση και στον αποκλεισμό (Lyon, 2006β). Ο έλεγχος δεν παύει να είναι στόχος˙ απλά αλλάζουν τα μέσα για την επίτευξή του: οργανώνεται γύρω από τη διακήρυξη νέων εκστρατειών για τη δημόσια ασφάλεια οι οποίες παράγουν μια επιλεκτική σκηνογραφία του «παθογόνου άλλου» που είναι δημιούργημα του κράτους και των ΜΜΕ ώστε ν’ αναγνωρίζεται εύκολα η απειλή (Feldman, 2005). Έτσι, η διάχυση του φόβου για την τρομοκρατία και το έγκλημα δικαιολογούν και νομιμοποιούν τη διαχείριση της εξωτερικής απειλής μέσω της απαίτησης και επιβολής αυστηρών μέτρων εσωτερικής ασφάλειας για την προστασία απ’ την εξωτερική απειλή (Ball, 2006). Αυτό το αίσθημα του φόβου στοχεύει και στη ριζική καταστροφή της εμπιστοσύνης. Κάθε μέλος της κοινωνίας γίνεται φορέας ελέγχου (καθώς δεν αποκλείεται να αποτελεί πράγματι επίσημο φορέα) τόσο για τον εαυτό του όσο και για τους υπόλοιπους. Καθένας βλέπει τους άλλους σαν πιθανούς κατασκόπους, αλλά γνωρίζει πως και ο ίδιος αποκτά την ίδια ταμπέλα (Los, 2006). Αυτό συγκλίνει με την κατά Foucault παρατήρηση πως «κάθε σύντροφος γίνεται επιτηρητής» (1994: 19), καθώς δεν υπάρχει (διότι δεν μπορεί ή / και δεν πρέπει να υπάρχει) μόνο ένα πρόσωπο στην εξουσία, γεγονός που την αποπροσωποποιεί και τη μετατρέπει σε μηχανισμό χωρίς κανένα δικαιούχο (ό.π). Έτσι, το καθεστώς της επιτήρησης κατασκευάζει και φυσικοποιεί το φόβο διαιρώντας και τρομοκρατώντας την κοινωνία μετατρέποντάς τη σε κοινωνία της υποψίας και της ατομικότητας που εμποδίζει τη συλλογική κοινωνική αντίσταση. Εκεί ακριβώς τοποθετείται και ο πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία: στην επιβολή στους πολίτες του καθήκοντος να ενημερώνουν τις αρχές για όποια υποψία μπορεί να έχουν και στην αποτίναξη της εμπιστοσύνης προς αλλήλους (Los, 2006). II. Προς τέρψη των οφθαλμών Η συνολική επιτυχία, και άρα αποδοχή του συστήματος ελέγχου, δεν έγκειται στην εμφανισή του ως αυστηρού νόμου που η παραβίαση του επισύρει κυρώσεις. Αντίθετα, η ομαλή και ανώδυνη διείσδυσή του, που διαμεσολαβείται απ’ το τεχνητό μάτι του φωτογραφικού φακού και της κάμερας παράγοντας εικόνες ακρίβειας, μετατρέπει τον οπτικό πολιτισμό σε υλικό πολιτισμό, καθώς ο φακός δεν καταγράφει απλά το γεγονός, αλλά γίνεται το γεγονός αποτυπώνοντας υλικά ένα πολιτικό κώδικα στο περιβάλλον και την πολιτισμική μνήμη και εμβαπτίζοντας τους θεατές σε εξομοιώσεις πραγματικότητας που προκαλούν φόβο. Ο συνδυασμός τους με τη διάδοση και ευρεία χρήση ψυχαγωγικών μέσων, όπως τα βιντεοπαιχνίδια 1ου προσώπου με πολεμικό περιεχόμενο που απαιτούν τη χρήση όπλων, παράγει μια νέα σχέση με τα γεγονότα ανθρώπινης σημασίας και θολώνει τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην επιθυμία, την απόλαυση, τον πόλεμο και τον τρόμο (Feldman, 2005). Σε παράλληλη συμπόρευση βρίσκεται η σύγχρονη εκδοχή των τηλεοπτικών εκπομπών η οποία έχει επιτρέψει την παραγωγή reality show τύπου “Big Brother”, που απαθανατίζει τις καθημερινές δραστηριότητες ανθρώπων και τις παρουσιάζει σε χρόνο ενεστώτα. Οι συμμετέχοντες δίνουν τη συγκατάθεση τους ώστε να προβληθούν στη μάζα των τηλεθεατών, ενώ και οι δύο κατηγορίες (αυτοί που παρακολουθούνται και αυτοί που παρακολουθούν) οικειοποιούνται αλλά και απολαμβάνουν την ύπαρξη του πανταχού παρόντος βλέμματος. Την ίδια στιγμή παρατηρείται και η αντιστροφή του σχήματος του πανοπτικού που ονομάζεται «συνοπτικόν»[3], που δίνει την ψευδαίσθηση μιας προνομιακής θέσης στους τηλεθεατές. Τώρα δεν είναι οι λίγοι αυτοί που βλέπουν τους πολλούς, αλλά οι πολλοί που βλέπουν τους λίγους. O David Lyon (2006β) αναφέρει πως δεν υπάρχει αυστηρή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε πανοπτικόν και συνοπτικόν. Και τα δύο είναι δυνάμει μέσα εξουσίας και δύναμης, ενώ αλληλεπιδρούν κατά τρόπο οικείο, λειτουργώντας ταυτόχρονα[4]. Επιπλέον, το συνοπτικόν φαίνεται να κάνει την ίδια δουλειά με το πανοπτικόν, μέσω όμως της αποπλάνησης και του δελεασμού, παρά μέσω του εξαναγκασμού. Και το δέλεαρ τοποθετείται ακριβώς στην πρόσκαιρη συμμετοχή στην εξουσιαστική θέση του παρατηρητή. Όμως και οι δύο θέσεις τροφοδοτούνται απ’την επιθυμία του «βλέπειν»[5] που και στις δύο περιπτώσεις μπορεί να ειδωθεί σαν μια μορφή ηδονοβλεψίας. Η μετατόπιση απ’το προ-νεωτερικό ενδιαφέρον για το πώς το σώμα πρέπει να ζει και το νεωτερικό ερώτημα για το πώς ένα σώμα καθίσταται γνωστό στη μετα-νεωτερική προβληματική του πώς το σώμα φαίνεται, τονίζει και τη μετακίνηση προς το ενδιαφέρον στην αισθητική (Lyon, 2006β). Ένα ερώτημα που αφορά στο γιατί οι άνθρωποι θέλουν να παρακολουθούνται, πρέπει να εξεταστεί παράλληλα με το ερώτημα του γιατί θέλουν να παρακολουθούν. Μέσα σ’αυτή τη διερεύνηση θα ήταν χρήσιμο να συμβουλευτούμε τη Λακανική ψυχανάλυση. Το «στάδιο του καθρέφτη» κατά το οποίο το παιδί αποκτά μια εικόνα ενότητας για το σώμα του, η οποία ανατροφοδοτείται μέσα από το βλέμμα της μητέρας και της βλεμματικής επαφής μαζί της, μπορεί να συμβάλλει στην υποστήριξη της θέσης πως, σαν ετεροκαθοριζόμενα άτομα, είναι κρίσιμης σημασίας η εικόνα που οι άλλοι διαμορφώνουν για εμάς ώστε να σχηματίσουμε την ταυτότητά μας (Lyon, 2006β). Επομένως, τόσο η παρακολούθηση των άλλων, όσο και η έκθεση του εαυτού, μπορούν να είναι κάποιες φορές ευχάριστες δραστηριότητες διασκέδασης, αλλά και μέρος μιας μεγαλύτερης διαδικασίας διαμόρφωσης της ταυτότητας. Η επιτυχής διάδοση της επιτήρησης σημαίνει ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι καθίστανται άτομα που παρακολουθούν και άρα η επιτήρηση δεν συστήνεται απλά και μόνο σαν μια λειτουργία ορθολογικά ρυθμισμένων προγραμμάτων, αλλά αποτελεί και μια πηγή ευχαρίστησης. Επίσης, η άνθιση των reality show εισηγείται την έκταση στην οποία η παρακολούθηση των άλλων τους υποβάλλει σε έναν αξιοσημείωτο βαθμό δημόσιας λεπτομερούς εξέτασης η οποία είναι μια ευχάριστη δραστηριότητα (Ηaggerty, 2006). Άλλωστε η στενή παρακολούθηση αποστιγματίζεται, ενώ υπάρχει ανταμοιβή για την έκθεση του σώματος και των δραστηριοτήτων του (Lyon, 2006β), η οποία μπορεί να είναι είτε χρηματική, είτε να υπερβαίνει την όποια υλική παροχή με μόνο έπαθλο τον τίτλο του λαμπερού, δημόσιου προσώπου εύκολα αναγνωρίσιμου και άρα προστατευόμενου. Όμως, η συλληπτική δύναμη της οπτικής τεχνολογίας εκτείνεται και στην εύκολη αναγνώριση του δημόσιου «προσώπου» του κινδύνου που οι ταξινομήσεις του έχουν αυθαίρετα ταυτιστεί με κατηγορίες εθνικότητας, θρησκείας και πολιτικής γεωγραφίας (Feldman, 2005). Η κατηγοριοποίηση και η επιτήρηση παθογόνων χώρων και των κατοίκων τους έχουν γίνει γεωπολιτικές στρατηγικές που αρχικά καταλύουν τα απτά, φυσικά σύνορα και δημιουργούν ένα νέο σύστημα εικονικών ορίων που διαμεσολαβούνται από βιομετρικά και ψηφιακά δίκτυα επιτήρησης (ό.π.). Και η ενίσχυση των μέτρων ελέγχου, που σίγουρα καμία συνάφεια δεν παρουσιάζει με την επιθυμία για προβολή, έλαβε τη σκυτάλη από τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου. III. 9/11: Η νέα εποχή της οπτικής τρομοκρατίας Η τρομοκρατική επίθεση στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου (World Trade Center) ήταν η αφορμή για να κηρυχθεί η χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης (Agamben, 2007). Η έννοια της ανάγκης δεν αναγνωρίζει κανένα νόμο ή δημιουργεί δικούς της. Πρόκειται για την αναστολή της εφαρμογής του ισχύοντος συστήματος προκειμένου να εξασφαλιστεί η ύπαρξή του˙ για ένα κενό δικαίου, που η εκτελεστική εξουσία έχει υποχρέωση να καλύψει, με αποτέλεσμα τη διόγκωσή της. Το κενό στοχεύει στη διαφύλαξη της ύπαρξης του κανόνα, αλλά και της δυνατότητάς του να εφαρμόζεται σε κανονικές καταστάσεις. Δεν εμπεριέχεται στο νόμο, ο οποίος ως τέτοιος παραμένει σε ισχύ, αλλά αναστέλλεται η εφαρμογή του. Το ζήτημα που τίθεται στην αναστολή είναι η διαμόρφωση μιας κατάστασης που θα επιτρέπει την εφαρμογή του κανόνα. Η ανάγκη επομένως αποτελεί μια πηγή δικαίου που φτιάχνει νόμους. Ο τότε πρωθυπουργός των Η.Π.Α., George Bush, προσπάθησε να δημιουργήσει μια κατάσταση όπου η ανάγκη ανάγεται σε κανόνα και λαμβάνει το ρόλο μιας τεχνικής διακυβέρνησης παραμερίζοντας αυτόν του έκτακτου μέτρου. Μ’αυτό τον τρόπο νομιμοποιούνται τα διατάγματα που είναι εξουσιοδοτημένη να εκδίδει η εκτελεστική εξουσία σε τέτοιες περιπτώσεις και τα οποία αποκτούν ισχύ νόμου, με αποτέλεσμα να θολώνουν τα νερά μεταξύ ειρήνης και πολέμου˙ μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού πολέμου (Agamben, 2007). Έτσι, χωρίς την 11η Σεπτεμβρίου πολλά νόμιμα και τεχνικά μέσα δεν θα είχαν εμφανιστεί σαν ευλογοφανή και πραγματοποιήσιμα και θα είχαν παραμείνει στη σφαίρα της φαντασίας κάποιων πολιτικών και τεχνοκρατών (Lyon, 2006α). Η τεχνική απάντηση στο τρομοκρατικό χτύπημα είναι η ενίσχυση της επιτήρησης. Η τοποθέτηση καλύτερων συστημάτων έρχεται να ελαχιστοποιήσει δραστικά το ενδεχόμενο μιας επόμενης επίθεσης. Η παρατήρηση του παρόντος υπόσχεται και τον έλεγχο του μέλλοντος, δηλαδή μια διαχείριση του χρόνου με στόχο την πρόληψη. Θα λέγαμε πως οι συλλήψεις υποτιθέμενων στόχων, που έχει διαμορφώσει η κοινωνική κατασκευή του τρόμου, ανήκουν πλέον στη σφαίρα της πολιτισμικής αναισθησίας. Αρωγός υπήρξε η επανάληψη προβολής των εικόνων καταστροφής, το πάγωμα των σκηνών και η τεχνική του slow motion που απολίθωσαν τον τρόμο και τη βία της επίθεσης της 11ης Σεπτεμβρίου (Feldman, 2005). Μέσω της τηλεόρασης τα θραύσματα της επίθεσης συναρμολογήθηκαν στιγμιαία σε ένα αφήγημα που αποτέλεσε την αρχή για τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Έτσι η κυκλοφορία των εικόνων βίας και τρόμου αποτέλεσε την εικονογραφία της απειλής, η οποία έχει σταθεροποιηθεί και εξυπηρετεί τις πολιτικές διατάξεις. Πραγματικές ή μη καταστάσεις απειλής κωδικοποιήθηκαν σε εικόνες υλικής καταστροφής˙ ο τρόπος έκθεσης και κυκλοφορίας τους όριζε τον κίνδυνο και την υλική αναπαραγωγική αποτελεσματικότητα των τεχνολογιών απεικόνισης, εφόσον παρουσίαζαν τον κίνδυνο και τον τρόμο σαν πραγματικότητα (ό.π.). Μέσω ρεπορτάζ και εικόνων από τα ΜΜΕ η απειλή και ο τρόμος γίνονται κοινωνικά διαθέσιμα, χωρίς να είναι απαραίτητα και ρεαλιστικά, και μετατρέπονται σε εμπόρευμα που καταναλώνεται «φυσικά» απ’ τον σε κίνδυνο θεατή (ό.π.). Με βάση τα παραπάνω η επιτήρηση λειτουργεί σ’ ένα περιβάλλον όπου δεν χρειάζονται αποδείξεις που να δικαιολογούν την κρατική βία, τις συλλήψεις και τις καθείρξεις, καθώς υπάρχει μετακίνηση απ’ την υπόθεση «αν δεχτούμε επόμενη επίθεση» στην σίγουρη πρόβλεψη «όταν δεχτούμε επίθεση» (Elmer & Opel, 2006). Άλλωστε η δυναμική των σύγχρονων πολιτικών ελέγχου του εγκλήματος προσανατολίζεται προς τη μείωση (αλλά και ταυτόχρονη ανατροφοδότηση) του φόβου και της πιθανότητας του εγκλήματος, παρά προς το πραγματικό έγκλημα. Αυτοί που αντιστέκονται διαφωνώντας και ζητώντας αποδείξεις, αντιμετωπίζονται με αυξημένη εχθρότητα (ό.π.). Η χρήση αποτελεσματικότερων μέσων αναγνώρισης, ταξινόμησης, εξακρίβωσης και εντοπισμού των ατόμων φέρνει στο επίκεντρο της σύγχρονης επιτήρησης το σώμα, το οποίο αναδύεται σαν τόπος απόλυτης αλήθειας και δείκτης αυθεντικότητας. Το σώμα κατακερματίζεται σε μια σειρά από δεδομένα που ρέουν με στόχο την με πληροφορίες τροφοδότηση κατηγοριών, στις οποίες και βασίζεται η διαδικασία επιτήρησης. Επομένως δεν είναι άμεσου ενδιαφέροντος η ταυτότητα ή η υποκειμενικότητα του ατόμου (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραμερίζεται πλήρως), αλλά τα δεδομένα που αποφέρει και οι κατηγορίες στις οποίες μπορεί να συνεισφέρει και τα οποία ξαναεφαρμόζονται στο σώμα (Ball, 2006). Όμως, όπως μας λέει ο Bigo (2006), το να επικεντρωθούμε στις κυβερνητικές αντιτρομοκρατικές πολιτικές μονόπλευρα, παραβλέποντας τη σχέση τους με την καθημερινή μεταχείριση αλλοδαπών στα σύνορα και τις υποψίες που αφορούν την όποια παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, θα ήταν παραπλανητικό. Πρέπει να επιμείνουμε στην φυσικοποίηση της έκτακτης ανάγκης σαν τεχνική της κυβέρνησης, καθοδηγούμενη απ’την ανησυχία, και στην επιτυχία της διαφοροποίησης ανάμεσα στο τμήμα του πληθυσμού που ικανοποιείται με την παρακολούθηση που απομακρύνει τον κίνδυνο, και στο αποξενωμένο, που αποτελείται από ομάδες ατόμων που χαρακτηρίζονται ως οι επικίνδυνοι «άλλοι». Παρ’ όλο που αυτό το αφήγημα προηγείται της 11ης Σεπτεμβρίου, αυτή αποτέλεσε το ορόσημο της ενίσχυσης της μάχης ενάντια στην απειλή και νομιμοποίησε την κατασκευή του προφίλ των πιθανών ενεργειών ορισμένων ανθρώπων. Αυτό το είδος του αστρολογικού λόγου, που αφορά στην ικανότητα γνώσης του μέλλοντος συνδυάζεται με τις τελευταίες τεχνολογίες που περιλαμβάνουν το σκανάρισμα του αμφιβληστροειδούς και της ίριδας, τον ηλεκτρονικό έλεγχο των αποτυπωμάτων κλπ. (Hier, Walby, Greenberg, 2006), που σαν αλάνθαστοι αναγνώστες της αλήθειας που φέρει το σώμα καθοδηγείται απ’την πίστη ότι αυτή η αλήθεια είναι και το σημάδι για το αναμενόμενο μοτίβο συμπεριφοράς. Βέβαια, η κατασκευή της φυσιολογικής και της διάφορης απ’αυτή συμπεριφοράς, ενώ φαίνεται να αποστιγματίζει τον αλλοδαπό, τοποθετώντας τον καθένα στον δυνάμει ρόλο του εχθρού μιας και βασίζεται στην τεχνολογική ουδετερότητα που δεν υπόκειται στον κλασικό ρατσισμό των ανθρώπινων κατηγοριοποιήσεων, τελικά τον τοποθετεί κάτω από την κρίση της σταθεράς ενός συμπεριφοριστικού μοντέλου, όπου ακόμα και η φυσιολογική συμπεριφορά ενοχοποιείται ως τέτοια. Το νέο στοιχείο που προσέθεσε η 11η Σεπτεμβρίου, πέρα από το συνδυασμό των δράσεων, την κλίμακα των επιθέσεων και τον τόπο στην καρδιά των Η.Π.Α., ήταν οι νέες στρατηγικές για την αναπαραγωγή της αμερικανικής κυριαρχικής δύναμης που χαρακτηρίζονται σαν αποεδαφικοποιημένες εκστρατείες δημόσιας ασφάλειας[6] (Feldman, 2004α). Πρόκειται για γεωπολιτικές δομές που μπορούν να επιτύχουν μια συγκεκριμένη εσωτερική ηγεμονία στην αμερικανική δημόσια σφαίρα μέσω της συμβίωσης του εσωτερικευμένου φόβου και της προς τον «άλλο» κατευθυνόμενης επιθετικότητας. Ο στόχος δεν είναι η εξάλειψη του προς έλεγχο και παρατήρηση αντικειμένου (που ίσως θα σήμαινε και τη λήξη της κατά Agamben κατάστασης εξαίρεσης), αλλά η διαρκής παρουσία του ώστε να δικαιολογείται η συνέχεια και η «τελειοποίηση» της κρατικής κυριαρχικής εξουσίας (ό.π.). Το Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου σαν στόχος της επίθεσης αποκαλείται “Ground Zero”[7]. Αυτό σύμφωνα με τον Feldman (2004β) δέχεται δύο μεταφράσεις: σαν δομή του χώρου οριοθετεί μια ζώνη κινδύνου˙ σαν χρονική περιοδολόγηση ένα σημείο αρχής. Η ανάδειξή του σε μνημείο έρχεται να επιβεβαιώσει την ορατότητά του και μέσα απ’αυτή τη διαρκή υπενθύμιση μιας κατάστασης εξαίρεσης. Ταυτόχρονα ο συμβολισμός του σαν εναρκτήριο σημείο δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται από την επιθυμία για πολλαπλασιασμό των «σημείων μηδέν» και την αποκάλυψη του τρομοκράτη –που εμφανίστηκε μέσα από τη μάσκα της κατάρρευσης των κτιρίων- που καθιστούν αναγκαιότητα την νέα εποχή της οπτικής τρομοκρατίας. Επίλογος Δεν θα αμφιβάλαμε πως αυτό που συμπληρώνει τη σύγχρονη μορφή επιτήρησης είναι ο ριζωματικός της χαρακτήρας[8]. Αυτή η μεταφορά μας βοηθάει να κατανοήσουμε την εικόνα της σαν ένα λαβύρινθο που έχει βάθος και ακολουθεί πολλές κατευθύνσεις, που εκτείνεται και αναγεννάται διαρκώς με ένα «υποκρυπτόμενο» τρόπο. Αυτό υπονοεί πως η επιτήρηση μπορεί να έχει μια ολοκληρωτική επίδραση, ειδικά όταν υπάρχει και μια αυξανόμενη επίγνωση ότι δεν υπάρχει διαφυγή από την πανταχού παρούσα ελεγκτική και ψηφιοποιημένη ματιά. Οι τεχνολογίες επιτήρησης συνεχίζουν να υιοθετούνται παρά το γεγονός ότι ο κόσμος εκφράζει ανησυχίες για την ιδιωτικότητά του και όταν πολύ λίγες αποδείξεις υπάρχουν για το ότι λειτουργούν για τους σκοπούς που έχουν οριστεί. Οι περισσότεροι ενώ δεν είναι ενήμεροι για τις χρήσεις για τις οποίες προορίζονται τα προσωπικά τους δεδομένα, δίνουν την παθητική τους συγκατάθεση στην επιτήρηση νιώθοντας ασφαλείς με κάμερες πάνω απ’το κεφάλι τους και διατείνονται πως δεν έχουν τίποτα να κρύψουν, όντας έτοιμοι να ανταλλάξουν την ιδιωτικότητά τους με ακόμα περισσότερη ασφάλεια. Εκεί ακριβώς έγκειται και η ενδυνάμωση της παρουσίας της κάμερας˙ τις αντιμετωπίζουμε σαν μέσο αποτροπής του εγκλήματος, που αν αποτύχει ως τέτοιο, σίγουρα επιτρέπει στην αστυνομία να προβεί σε συλλήψεις υπόπτων. Μέσα στην παθητικότητα που έχει πλέον καλλιεργήσει το συγκεκριμένο σύστημα, οι δυνατότητες για ενεργή δράση δεν μπορούν παρά να υπακούουν σε κανόνες που ορίζει το ίδιο σύστημα και τους παρουσιάζει σαν ανεξάρτητους από αυτό. Ίσως, όταν ο Orson Welles, μιλούσε για τα δεκαπέντε λεπτά δημοσιότητας που αντιστοιχούν στον καθένα, να ήταν εξίσου αλληγορικός με την προφητικότητα του George Orwell στο 1984. AGAMBEN, Giorgio. [2003] 2007. Κατάσταση Εξαίρεσης. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη. BALL, Kirstie. 2006. «Organization, surveillance and the body: towards a politics of resistance». Στο David Lyon (eds.), Theorizing Surveillance, The panopticon and beyond, σσ. 296-317, Η.Π.Α. / Καναδάς: Willan Publishing. BIGO, Didier. 2006. «Security, exception, ban and surveillance». Στο David Lyon (eds.), Theorizing Surveillance, The panopticon and beyond, σσ. 46-68, Η.Π.Α. / Καναδάς: Willan Publishing. ELMER, Greg & OPEL Andy. 2006. Στο David Lyon (eds.), Theorizing Surveillance, The panopticon and beyond, σσ. 139-159, Η.Π.Α. / Καναδάς: Willan Publishing. FELDMAN, Allen. 2004α. Στο Bruce Kapferer (eds.), State, Sovereignity, War, Civil Violence in Emerging Global Societies, σσ. 16-28, Berghahn Books. FELDMAN, Allen. 2004β. Στο Bruce Kapferer (Eds.), Τhe World Trade Center and Global Crisis, Critical Perspectives, σσ. 26-36, Berghahn Books. FELDMAN, Allen. 2005. «On the actuarial gaze: From 9/11 to Abu Ghraib». Cultural Studies Vol. 19, No 2, pp. 203-226. FOUCAULT, Michel. 1994. «Το μάτι της εξουσίας». Στο Πειθαρχία και γνώση, σσ. 11-24, Αθήνα: Εταιρεία Μελέτης των επιστημών του Ανθρώπου. HAGGERTY, Kevin D. 2006. «Tear down the walls: on demolishing the panopticon». Στο David Lyon (Εds.), Theorizing Surveillance, The panopticon and beyond, σσ. 23-45, Η.Π.Α. / Καναδάς: Willan Publishing. HIER, Sean P., WALBY, Kevin., GREENBERG, Josh. 2006. «Supplementing the panoptic paradigm: surveillance, moral governance and CCTV». Στο David Lyon (eds.), Theorizing Surveillance, The panopticon and beyond, σσ. 230-244, Η.Π.Α. / Καναδάς: Willan Publishing. LOS, Maria. 2006. «Looking into the future: surveillance, globalization and the totalitarian potential». Στο David Lyon (eds.), Theorizing Surveillance, The panopticon and beyond, σσ. 69-94, Η.Π.Α. / Καναδάς: Willan Publishing. LYON, David. 2006α. « 9/11, Synopticon, and Scopophilia: Watching and Being Watched». Στο Kevin D. Haggerty and Richard V. Ericson (eds.), The new politics of surveillance and visibility, σσ. 35-54, Καναδάς: University of Toronto Press. LYON, David. 2006β. «The search for surveillance theories». Στο David Lyon (eds.), Theorizing Surveillance, The panopticon and beyond, σσ. 3-20, Η.Π.Α. / Καναδάς: Willan Publishing. [1] Αναπτύχθηκε όμως λεπτομερώς απ’τον Jeremy Bentham. [2] Έννοιες του Giorgio Agamben. [3] Δική μου μετάφραση από “synopticon”, όρο που συναντάμε στο «9/11, Synopticon, and Scopophilia: Watching and Being Watched» του David Lyon (2006). [4] Φέρνει το παράδειγμα από τα πρώιμα παρεκκλήσια-φυλακές όπου ο ιερέας έβλεπε όλους τους φυλακισμένους, ενώ οι τελευταίοι έβλεπαν μόνο τον ιερέα. [5] Aυτό αναφέρεται από τον Christian Metz σαν “scopophilia” (ό.π.). [6] Deterritorialized campaigns of public safety, η μετάφραση δική μου. [7] Τόπος / σημείο μηδέν, η μετάφραση δική μου. [8] Μεταφορά δανεισμένη απο τους Deleuze και Guatarri.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου