Σάββατο 6 Μαρτίου 2010

περί του φόβου του εγκλήματος

"Ο Φόβος του Εγκλήματος": Κριτικές Προσεγγίσεις του Ποινικού Συστήματος Απονομής Δικαιοσύνης*

του Λεωνίδα Σούρλα

Εισαγωγή

Ο σκοπός της εργασίας μου είναι να προσεγγίσω κριτικά την ποινική δικαιοσύνη ως ένα θεσμό/σύστημα που λειτουργεί παράγοντας και αναπαράγοντας συγκεκριμένα πολιτισμικά και ταξικά στερεότυπα για τον εγκληματία/υπόδικο, μέχρι και την (κατά)δίκη του. Συγκεκριμένα, θα εστιαστώ στην αυτόφωρη διαδικασία, όπου παρουσιάζονται πιο απροκάλυπτα και «ωμά» τα δεδομένα. Ο φόβος του εγκλήματος είναι μια αυτοαναφορική έννοια (Lee, 2001: 468) και αποτελεί κατασκευή που διαχέεται μέσω του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, έναν από τους πρωταρχικούς φορείς διαμόρφωσης της εικόνας για το έγκλημα. Το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης είναι ένας από απ’ τους μηχανισμούς που μετέρχονται τον φόβο του εγκλήματος, για να ποινικοποιήσουν συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες που θα οδηγηθούν στις φυλακές, οπότε έτσι κλείνει αυτός ο αυτοτροφοδοτούμενος κύκλος που λέγεται ποινικός μηχανισμός (Δασκαλάκης, 1985).

Συνοπτικά θα διερευνήσω το πως ο φόβος του εγκλήματος παράγεται μέσα από ένα σύστημα θεσμών και συντελεί στην πειθάρχηση των ατόμων στο όνομα της εξασφάλισης της τάξης και της πάταξης της εγκληματικότητας, όπως για παράδειγμα μέσω μιας ρητορικής «μηδενικής ανοχής». Θέλω να αναδείξω όλα εκείνα τα στερεότυπα και τις «ηθικές» αξίες που συναρθρώνονται γύρω από την κατηγορία του φόβου του εγκλήματος και πως διαχέουν την αναπαράσταση του εγκληματία από τον δικαστικό λόγο προς πάσα κατεύθυνση (Melossi, 1998:3-4), και την επιβολή της ποινής. Επίσης, πρόθεση μου είναι η αναφορά στις γενικότερες κοινωνικοπολιτικές/οικονομικές/πολιτισμικές συνθήκες που διαμορφώνουν την κατεύθυνση αυτή της ποινικής δικαιοσύνης, ώστε να εντάξω την ποινική/δικαστική λογική σε μια γενικότερη εικόνα πειθαρχίας και πολιτικών ελέγχου.

Συγκεκριμένα, θα προσπαθήσω να εντάξω την κατασκευή του φόβου του εγκλήματος και την απονομή της ποινής, σε μια στροφή της γενικότερης πολιτικής προς ένα νεοφιλελεύθερο μοντέλο που διαχειρίζεται τα προβλήματα κοινωνικής περιθωριοποίησης, όλο και ευρύτερων πληθυσμιακών στρωμάτων, διαμέσου των ποινικών πρακτικών, τόσο σε εργαλειακό όσο σε συμβολικό επίπεδο. Υπό αυτό το πρίσμα, η λειτουργία της ποινής εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο, όπου παρατηρείται μια στροφή από το κράτος δικαίου και την εξατομικευμένη, «ορθολογική», αντιμετώπιση των υπόδικων/συλληφθέντων, όπως διακήρυττε ο ποινικός διαφωτισμός, σε μια οπτική που στοχεύει στα «τυφλά» τις μη-παραγωγικές ομάδες (De Giorgi, 2007), σχεδόν φυσικοποιώντας την εγκληματική κατάσταση, αποδεσμεύοντας την εξέταση των αιτίων που οδηγούν σε αυτή (Melossi, 1998: 22-3).

Η ανάλυσή μου εντάσσεται στο συγκρουσιακό εγκληματολογικό παράδειγμα, όπως αυτό αναλύεται στο έργο του Ηλία Δασκαλάκη (1985) Η εγκληματολογία της κοινωνικής αντίδρασης. Ειδικότερα, σε ό, τι αφορά αυτό που ο Δασκαλάκης θεωρεί βασική λειτουργία του ποινικού συστήματος, δηλαδή τη δημιουργία και αναπαραγωγή του εγκληματικού στερεότυπου –ο εγκληματίας ως κοινωνική κατασκευή. Η επικαιρότητα αυτής της υπόθεσης αναδεικνύεται από τις μεταβολές που έχουν επέλθει κατά τις τελευταίες δεκαετίες στους ποινικούς θεσμούς σε ΗΠΑ και πολλές ευρωπαϊκές χώρες, έτσι ώστε το σύγχρονο (υπο)προλεταριάτο των πόλεων να γίνεται «αντικείμενο» και στόχος των διαφόρων πολιτικών μηδενικής ανοχής, προκειμένου να περιοριστεί και να καταστεί ανίσχυρο και κατακερματισμένο, άρα ακίνδυνο (Wacquant, 2001).

Αυτό θα προσπαθήσω να δείξω μέσα από την παρουσίαση της θεωρίας αλλά και με εθνογραφικά δεδομένα που έχω πάρει από μια επίσκεψη μου στο τριμελές και μονομελές αυτόφωρο των δικαστηρίων της Αθήνας.

Οι θεωρητικές προσεγγίσεις για το έγκλημα, την ποινή, τον εγκληματία και την ποινική δικαιοσύνη

Θεωρώ σημαντικό να ακολουθήσω μια προσέγγιση της ποινικής δικαιοσύνης που να συνδυάζει την ταξική της προκατάληψη, τα πολιτισμικά στερεότυπα (βλ. Garland, 1990, 1998 στο κείμενο της Κουκουτσάκη, 2006), καθώς και την φουκωϊκή έννοια της επιβολής της πειθαρχίας ως στρατηγικής ελέγχου, μέσω του φόβου για το έγκλημα, ώστε να παραθέσω και τις πρόσφατες τάσεις που σηματοδοτούν μια στροφή στην αστυνόμευση, στην άσκηση της ποινικής δίωξης και την εφαρμογή της ποινής, εντός ενός πλαισίου μηδενικής ανοχής, που στοχεύει στην επιτήρηση των εν δυνάμει επικίνδυνων περιοχών και την αδρανοποίηση των κοινωνικών ομάδων εντός τους (Wacquant, 2001, De Giorgi, 2007, Coleman, 2005, Beckett& Herbert, 2008), όσον αφορά το ρόλο της ποινικής δικαιοσύνης, αντλώντας τα πραγματολογικά μου στοιχεία από τον χώρο του αυτοφώρου.

Από την μια έχουμε την φουκωϊκή έννοια της πειθαρχίας, του μηχανισμού που εστιάζει πάνω στο υποκείμενο για να το διαμορφώσει, περιορίζοντάς το είτε θέτοντάς του κανόνες συμπεριφοράς και λειτουργίας, όπως το περιγράφει ο Lee (2001: 471), αναφερόμενος συγκεκριμένα στην τεχνική έγχυσης του φόβου, που καθιστά το υποκείμενο μέρος της διαχειριστικής/εξουσιαστικής αλυσίδας ως χρίζων προστασία. Φυσικά, οι τεχνικές ελέγχου που οφείλουμε στην προσέγγιση του Φουκώ δεν είναι συναρθρώνονται με τα εκάστοτε κοινωνικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα. Όπως υποστηρίζει στο άρθρο του ο Lee (ό.π) σε σχέση με το παράδειγμα των ΗΠΑ, η έννοια της πειθαρχίας και του ελέγχου, τουλάχιστον όσον αφορά τον φόβο του εγκλήματος, είναι προϊόν ορθολογικών στρατηγικών διαχείρισης του πληθυσμού, παράλληλα όμως είναι και απόρροια συγκεκριμένων ιστορικών και πολιτικών επιλογών της αμερικάνικης πολιτικής ηγεσίας της δεκαετίας του 1970 που έδωσε βάση στην μελέτη των θυμάτων του εγκλήματος, καλλιεργώντας την αίσθηση του φόβου, απ’τον οποίο έπρεπε να προστατέψει τους πολίτες της.

Από την άλλη έχουμε το έργο μελετητών που ακολουθούν το παράδειγμα των μαρξιστών Rusche & Kirkheimer, όσον αφορά την ταξική πλευρά στην οποία εδράζεται η δημιουργία του φόβου του εγκλήματος και της αναπαράστασης του εγκληματία, δηλαδή οι ανήκοντες στο (λούμπεν) προλεταριάτο καθίσταται ο βασικός εχθρός που απειλεί την κοινωνική (αστική) ευταξία. Το έργο των Rusche & Kirkheimer (2008) συνδέει την αγορά εργασίας και τις ανάγκες της καπιταλιστικής/αστικής τάξης σε εργατικά χέρια, είτε αυτά πλεονάζουν είτε δεν επαρκούν, με την ποινική μεταρρύθμιση του Διαφωτισμού, που αποσκοπούσε στο να ελέγξει μέσω της φυλάκισης των αριθμό των ανέργων σε συνάρτηση με τον αριθμό των εγκλείστων. Η ισότητα που ευαγγελιζόταν απέναντι στο νόμο, ουσιαστικά δεν υφίσταται καθώς υπάρχει ένας εκ των προτέρων, έμμεσος αποκλεισμός των χαμηλότερων τάξεων από την γνώση και την άσκηση των δικαιωμάτων τους (Κουκουτσάκη, 2006: 28), ακριβώς λόγω της αδυνατότητας πρόσβασης στη θέσπιση και κατανόηση της νομοθεσίας. Ο Δασκαλάκης (1985: 104) επισημαίνει πως η ποινική δικαιοσύνη λειτουργεί με βάση μια, διόλου τυχαία, συνειδητή επιλογή των εισερχομένων περιπτώσεων στους μηχανισμούς της, καθώς οι χαμηλότερες τάξεις είναι αυτές που διαπράττουν τα εγκλήματα υψηλής θεατότητας και τίθενται πρωτίστως ενώπιων της δικαιοσύνης.

Επίσης, εδώ θα πρέπει να αναφερθώ και στο έργο του Garland (2006, Κουκουτσάκη, 2006, Feeley, 2003) που εντοπίζει στην ποινή την επιρροή της κουλτούρας. Στην περίπτωση που μελετώ εδώ, η ποινική δικαιοσύνη, καθώς κατέχει θεσμικό ρόλο στο σύστημα αποτελεί έναν από τους διαμορφωτικούς θεσμούς της ποινικής κουλτούρας, βάσει της οποίας τα άτομα που δικάζονται γίνονται δέκτες συγκεκριμένων συμπεριφορών και αναπαραστάσεων (Κουκουτσάκη, 2006: 35), δηλαδή η δικαιοσύνη τροφοδοτεί τους πολίτες με αναπαραστάσεις για τον εγκληματία, οι οποίες αναπαραστάσεις δικαιολογούνται βάσει του φόβου για το έγκλημα που ενυπάρχει (DeGiorgi, 2007:257). Παρατηρείται δηλαδή μια αμοιβαιότητα, μια αλληλεπίδραση της ποινικής δικαιοσύνης, ως φορέας και συνάμα ως διαμορφωτής της ποινικής κουλτούρας, του φόβου του εγκλήματος κα της εικόνας του εγκληματία.

Η ποινική δικαιοσύνη ως ένας θεσμός κοινωνικού ελέγχου: η μηδενική ανοχή

Θα παραθέσω λοιπόν το πλαίσιο βάσει του οποίου λειτουργεί η ποινική δικαιοσύνη, ώστε στη συνέχεια να το επιβεβαιώσω από τις εθνογραφικές μου παρατηρήσεις. Σύμφωνα λοιπόν με τους Newburn & Jones (2007) η ανάδυση και η υιοθέτηση της έννοιας της μηδενικής ανοχής, ως μια κατεξοχήν έννοια-σύμβολο στην προσπάθεια καταστολής της εγκληματικότητας, έλαβε χώρα υπό ορισμένες συνθήκες και παγιώθηκε ως πολιτική ελέγχου στην Νέα Υόρκη, επί δημαρχίας Ρούντολφ Τζουλιάνι, ως πολιτική της αστυνομίας για την πάταξη του εγκλήματος.

Συγκεκριμένα, ως έγκλημα θεωρήθηκε οποιαδήποτε μορφή μικρο-παραβατικότητας, και γενικά καταστάσεων που έρχονταν σε αντίθεση με την εικόνα μιας εύρυθμης κανονικότητας. Παραβάσεις όπως το γκραφφίτι, τα σκουπίδια, οι άστεγοι, οι αλκοολικοί, οι χρήστες ναρκωτικών ουσιών, οι μικροπωλητές και οι καθαριστές τζαμιών των αυτοκινήτων, οι παραβάσεις για ναύλα κ.ά. βρέθηκαν στο στόχαστρο των διωκτικών αρχών. Η μηδενική ανοχή ως πολιτική, εφόσον ήταν επηρεασμένη από την θεωρία των σπασμένων παραθύρων (broken window) των J.Q. Wilson & G. Kelling (1982)] προέβλεπε την αυστηρή αστυνόμευση και παρακολούθηση των περιοχών που θεωρούνταν ότι πλήττονται από τις παραπάνω παραβάσεις.

Ωστόσο εδώ να τονίσω ότι, οι Newburn & Jones (2007) επισημαίνουν τη διάχυση της έννοιας της μηδενικής ανοχής ανά την υφήλιο, όχι όμως ως αυστηρή υιοθέτηση απαράλλαχτων πρακτικών αλλά μονάχα στο επίπεδο της ορολογίας και της ιδέας. Η ιδέα της μηδενικής ανοχής εξηγούν είναι μια έννοια απλή, με ισχυρό συμβολισμό, καθότι μπορεί να δρα καθησυχαστικά εφόσον απευθύνεται σε σύγχρονες ανησυχίες, όπως ο φόβος για το έγκλημα και οι προκαταλήψεις απέναντι σε συγκεκριμένες ομάδες. Αυτό που ουσιαστικά επιτυγχάνει η διακήρυξη της μηδενικής ανοχής είναι η παροχή ενός αισθήματος ασφάλειας στους πολίτες, καλλιεργώντας την εντύπωση πως το κράτος είναι ισχυρό και αποδοτικό στον έλεγχο του εγκλήματος και πως το ποινικό σύστημα και η δικαιοσύνη είναι ο φύλακας-προστάτης της ευημερίας των πολιτών και ο εγγυητής της ασφάλειάς τους.

Εδώ να σημειώσω πως ο DeGiorgi (2007) προσφέρει μια ανάλυση της πολιτικής οικονομίας της ποινής, όπου εντοπίζει μια στροφή της παραγωγικής διαδικασίας από το φορντικό σε ένα μετα-φορντικό μοντέλο παραγωγής, στο οποίο κυριαρχεί η αφηρημένη παροχή υπηρεσιών ενώ το εργατικό δυναμικό συμφέρει να είναι επισφαλές, κατακερματισμένο και περιορισμένο, ώστε να αποφεύγεται μια μαζική ταξική συνειδητοποίηση (ό.π: 260). Τον ρόλο της διαχείρισης του πλεονασματικού και επικίνδυνου πληθυσμού αναλαμβάνουν οι θεσμοί, όπως η δικαιοσύνη, που χαρακτηρίζουν συλλογικά ορισμένες ομάδες, κυρίως τμήματα της εργατικής τάξης, μετανάστες, τοξικομανείς και μικροπαραβάτες, ως επικίνδυνες, ταυτίζοντάς τες ουσιαστικά με το έγκλημα, ως εγγενώς εγκληματικές και όχι εγκληματούσες(ό.π: 259) και προβάλλουν την εικόνα του εγκληματία που πρέπει να περιοριστεί και όχι να βοηθηθεί (ό.π: 253). Παρατηρεί λοιπόν ο DeGiorgi (ό.π: 254) πως η δικαιοσύνη έχει την δυνατότητα να απορρίψει την επιλεκτική τιμώρηση κατά περίπτωση και να στιγματίζει αντιθέτως, ολόκληρα τμήματα του πληθυσμού μέσα από τις καταδικαστικές της αποφάσεις.

Αντίστοιχα, οι Beckett& Herbert (2008) τονίζουν την χωροταξική διάσταση του ελέγχου, της κανονικοποίησης και του περιορισμού εντός του αστικού ιστού, όπου μια άλλη πλευρά του ελέγχου αναδύεται, όπως οι απαγορεύσεις στην πρόσβαση και η ιδιωτικοποίηση δημοσίων/κοινόχρηστων χώρων, όπως πάρκα και πεζοδρόμια. Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της αμερικάνικης νομοθεσίας, ενώ παρόμοιες τάσεις διαπιστώνονται και στην Μεγάλη Βρετανία, όπου ο Coleman (2005) μελετά την επιτήρηση και την αστυνόμευση του κέντρου της πόλης, γύρω από ζώνες κατανάλωσης και επιχειρηματικότητας, όπως τα μεγάλα εμπορικά κέντρα και τα διάφορα καταστήματα, όπου οι κάμερες και οι υπηρεσίες σεκιούριτι συμπληρώνουν το έργο της αστυνομίας και της ανελαστικής δικαιοσύνης, όσον αφορά τις μικροπαραβάσεις που προκύπτουν εξαιτίας της αυξημένης επιτήρησης.

Σε αυτό το πλαίσιο που περιγράφει ο Coleman(ό.π) , ανήκουν επίσης και οι προσπάθειες εξωραϊσμού και εκκαθάρισης των καταναλωτικών ζωνών από διάφορες «ενοχλητικές» κοινωνικές ομάδες, όπως άστεγοι, μετανάστες, τοξικομανείς, ιερόδουλες κλπ, που διαταράσσουν την εικόνα των καλογυαλισμένων βιτρινών και των χαρούμενων καταναλωτών και δυσχεραίνουν την ανεμπόδιστη κυκλοφορία αγαθών και χρήματος στο πλαίσιο της αστικής καταναλωτικής κουλτούρας, έργο που αναλαμβάνει η αστυνομία με την συνδρομή της ποινικής δικαιοσύνης, όπως θα φανεί και στο κομμάτι όπου θα παραθέσω τα στοιχεία από το αυτόφωρο.

Για την κατανόηση των διαδικασιών στο κοινωνικό πεδίο οι οποίες συνδέονται με την επινόηση και την εφαρμογή των τεχνολογιών μηδενικής ανοχής στις ΗΠΑ και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, εμβληματικό θεωρείται το έργο του Wacquant (2001) που περιγράφει γλαφυρά την στροφή της πολιτικής ηγεσίας (εθνικής και τοπικής) προς μια νεοφιλελεύθερο-φιλελεύθερη κατεύθυνση, καθώς το κράτος αποτραβιέται από το πεδίο της κοινωνικής πρόνοιας αφήνοντας το έδαφος ελεύθερο για μια άλλου τύπου διαχείριση του επισφαλούς εργατικού δυναμικού των πόλεων, που αναφέρει ο DeGiorgi (2007), μέσα από την πολιτική της μηδενικής ανοχής, αρχικά στις ΗΠΑ, μετά στην Αγγλία, και σταδιακά παντού (βλ. πρόσφατες δηλώσεις του κ. Χρυσοχοϊδη περί «μηδενικής ανοχής στη βία»). Ο Feeley (2003) τονίζει κι αυτός τις πολιτικές διεργασίες πίσω από την υιοθέτηση τέτοιων πολιτικών, συμπληρώνοντας το Culture of Control του Garland, τονίζοντας πως η πολιτική αυτή δεν πηγάζει μόνο από την ανασφάλεια των μέσων στρωμάτων για την επιβάρυνσή τους και από την επιθυμία για να περιοριστεί το κράτος στην παροχή των βασικών δικαιωμάτων στις κατώτερες κοινωνικές ομάδες, δίχως να θίγονται τα συμφέροντά τους και η ευημερία τους.

Ο Wacquant (ό.π) υποστηρίζει πως στη θέση της κρατικής προστασίας των λιγότερο προνομιούχων έρχεται η ενίσχυση του κατασταλτικού ελέγχου των περιοχών που θεωρούνται ύποπτες για την εμφάνιση παραβατικών και βίαιων φαινομένων, όπως για παράδειγμα τα γαλλικά προάστια. Περνάμε λοιπόν σε μια στερεοτυπική στοχοποίηση γεωγραφικών περιοχών των πόλεων και κοινωνικών ομάδων ως κατηγορίες εγγενώς παραβατικές και επικίνδυνες, παραβλέποντας πως το σύστημα τις τοποθετεί στον πάτο της κοινωνικής πυραμίδας, ενώ βλέπει κανείς δηλαδή πως το φορτίο ευθύνης βαρύνει πλέον αποκλειστικά τα άτομα για την κατάστασή τους (ό.π: 38).

Δεν θα ήταν δυνατό να παραλείψω και την ρητορική περί εθνικής καθαρότητας στην οποία ο Άλλος, και δη ο μετανάστης μετατρέπεται σε εχθρικό σώμα, το οποίο η αστυνομία αναλαμβάνει να εντοπίσει και η δικαιοσύνη να θέσει υπό περιορισμό/εξοντώσει. Η Stolcke (1995) παρατηρεί πως στην Ευρώπη κάνει την εμφάνισή του μια διαφορετική μορφή ρατσισμού που δημιουργεί ιεραρχήσεις μεταξύ εαυτών και Άλλων στη βάση ενός πολιτισμικού ντετερμινισμού. Ο Melossi (2003) μέσα από το παράδειγμα της Ιταλίας, παρουσιάζει πως οι μετανάστες στοχοποιούνται ως εγκληματίες και ποινικοποιούνται ευκολότερα σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό, δηλαδή υπερεκπροσωπούνται στις συλλήψεις και τις καταδίκες (ό.π: 380). Το όλο κλίμα της κοινωνικής αντίδρασης τροφοδοτεί τον φόβο του εγκλήματος που εκπροσωπούν συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα και στρέφει την ιδιαίτερη προσοχή και περιποίηση των αστυνομικών και δικαστικών αρχών πάνω τους, επικυρώνοντας τα στερεότυπα γιαυτούς, ολοκληρώνοντας έτσι τον κύκλο της εγκληματοποίησης μιας συγκεκριμένης ομάδας, όπως για παράδειγμα αναφέρει ο Melossi (ό.π: 386), ότι το ποσοστό των μεταναστών που υφίστανται εξακριβώσεις στοιχείων είναι πολλαπλάσιο σε σύγκριση με το πραγματικό πληθυσμιακό ποσοστό που τους αναλογεί.

Ακόμη, το άρθρο των Beckett & Western (2001) παρουσιάζει πως οι περιθωριακές κοινωνικές ομάδες, στη συγκεκριμένη περίπτωση οι έγχρωμοι στις ΗΠΑ, γίνονται στόχος της ποινικής καταστολής σε πολιτείες όπου η κοινωνική πρόνοια δεν τους προσφέρει μια αξιοπρεπή βοήθεια. Επίσης υπάρχουν στοιχεία που περιγράφουν και επιβεβαιώνουν την εφαρμογή της μηδενικής ανοχής, όπως η αύξηση του ποινικού πληθυσμού και του ποσοστού των ανίσχυρων οικονομικά ομάδων εντός των φυλακών, όπως για παράδειγμα οι μετανάστες (Wacquant, 2001: 140), όπου η Ελλάδα έχει την πρώτη θέση του ποσοστού εγκλείστων μεταναστών σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό. Επίσης, ένα ακόμη παράδειγμα που δείχνει την ευχέρεια της ποινικής δικαιοσύνης να υιοθετεί στερεότυπα και να κατασκευάζει παραβάτες είναι η πορνεία, που όπως αναφέρει ο Παρασκευόπουλος (2003: 49-50), είναι μια καθημερινή συμπεριφορά που ποινικοποιείται με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ανισότητες απέναντι στο νόμο, σε βάρος των χαμηλότερων στρωμάτων της κοινωνικής πυραμίδας, ενώ οι γυναίκες που εμπλέκονται κρίνονται πιθανότατα με βάσει έμφυλα χαρακτηριστικά- στερεότυπα περί γυναικείας παραβατικής ιδιοσυγκρασίας (Garland, 1990: 202).

Το αυτόφωρο του δικαστηρίου Αθηνών: μια εθνογραφική περίπτωση

Στο σημείο αυτό θα παραθέσω τις εμπειρίες μου από την επίσκεψή μου στο τριμελές και στο μονομελές πρωτοδικείο στα δικαστήρια της Ευελπίδων, στις 15 Δεκεμβρίου, για να αναδείξω τα ταξικά και πολιτισμικά στερεότυπα που χαρακτηρίζουν τις αποφάσεις της δικαιοσύνης. Συγκεκριμένα, στην πρώτη περίπτωση που παρακολούθησα στο τριμελές αυτόφωρο(λεπτομέρειες όπως προσωπικά δεδομένα δεν θα αναφερθούν) δικαζόταν ένας φίλαθλος ομάδας για απείθεια σε αστυνομικούς κατά τη διάρκεια εξακρίβωσης στοιχείων, όπου και όπως κατάλαβα ξυλοκοπήθηκε. Το άτομο ισχυρίστηκε πως πάσχει από επιληψία και δεν είχε λάβει τα φάρμακά του, τα οποία προσκόμισε η μητέρα του ως απόδειξη. Η εξωτερική του εικόνα και η επιληψία των κατέτασσε στα μάτια της προέδρου και της εισαγγελέως σε μια κατηγορία αναξιοπαθούντα που τεχνικά δικαιολογούσε την αθώωσή του, ωστόσο σε ερώτηση του για το αν θα βρεθούν οι υπαίτιοι της αστυνομικής βίας που υπέστη στη σύλληψή του, το προεδρείο απάντησε «Άστα αυτά...Άντε, πήγαινε τώρα γιατί εξαντλήσαμε την επιείκειά μας», γεγονός που δείχνει την κατηγοριοποίησή του υπόδικου σε ένα καθεστώς κατώτερης κατηγορίας, με βάση τα εξωτερικά, συμπεριφορά και ταξικά χαρακτηριστικά (αστάθεια, δυσκολία ομιλίας, απεριποίητος, ενδεχομένως χρήστης τοξικών και όπως δήλωσε, φαρμακευτικών ουσιών, οπαδός) που στιγματίζουν το άτομο και κινητοποιούν μια αντίστοιχη συμπεριφορά, βέβαια εδώ με αντίστροφη κατάληξη σε σχέση με την συνήθη (καταδίκη), καθώς «τον λυπήθηκαν». Επίσης, για μια επίθεση (χτύπημα με σκεπάρνι στο κεφάλι) ενός αλβανού εργάτη οικοδομής εναντίον του εργολάβου της οικοδομής που δούλευε, κρίθηκε με βάση μια μαρτυρία ενός άλλου αφεντικού- συνεργάτη του εργολάβου, ότι « -Ο δράστης έλεγε: ‘δεν είμαι καλά...μου έχουν κάνει μάγια...δε με βοηθάς –Δεν ήταν ισορροπημένος? Καταλάβαινε? –Ναι». Παρατηρεί κανείς πως σε αυτή την περίπτωση η επίκληση ψυχολογικής αδυναμίας δεν αντιμετωπίστηκε όπως η προηγούμενη, πιθανώς διότι ο δράστης βρισκόταν σε ακόμα πιο επισφαλή θέση, αποτελώντας μια υποδεέστερη υποκατηγορία ως μετανάστης και εργάτης.

Μια σειρά άλλων υποθέσεων που θα αναφερθώ δείχνει την προκατειλημμένη-τυποποιημένη κρίση απέναντι στους αλλοδαπούς. Να τονίσω εδώ πως η συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεων στο πινάκιο εκείνης της ημέρας ήταν αλλοδαποί, γεγονός που δείχνει ένα πρώτο φιλτράρισμα της αναπαράστασης του εγκληματία, καθώς η αστυνομία συλλαμβάνει άτομα με βάση τις συνθήκες τέλεσης του εγκλήματος, δηλαδή την ορατότητα όπως ανέφερα παραπάνω, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό μιας υπόθεσης περίπου 20 ατόμων (με μάλλον αραβική καταγωγή, όπως τουλάχιστο είδα από τα ονόματα στο πινάκιο) που δικάζονταν γιατί είχαν συλληφθεί χωρίς χαρτιά, πιθανώς σε κάποια από τις «σκούπες» της αστυνομίας. Σε αρκετές περιπτώσεις κλοπών και χρηματικών υπεξαιρέσεων χρηματικών ποσών μέχρι 350 ευρώ, όσα μπορεί να έχει ένα πορτοφόλι, μια τσάντα ή ένα ταμείο δηλαδή, οι κατηγορούμενοι ήταν συνήθως απόντες και οι μάρτυρες, εάν παρίστατο, αντάλλασαν συγκεκριμένες ερωταποκρίσεις με την έδρα όπως «-Τί εθνικότητας ήταν ο δράστης? –Ρουμάνος/ Αλβανός κ.ο.κ –Μάααλιστα...». Οι ποινές μοιράζονταν βάσει συσκέψεων της εισαγγελικής έδρας διάρκειας ολίγων δευτερολέπτων και ήταν συνήθως οι μέγιστες δυνατές, με ένα μέρος τους να κρίνετε χρηματικά αποπληρωτέο. Επίσης, παραβάσεις όπως η έλλειψη/παραποίηση εγγράφων παραμονής τιμωρούταν σε δυο περιπτώσεις που είδα) με ένα τρίμηνο φυλάκισης, πέρα από την όποια πιθανή διαδικασία διοικητικής απέλασης θα εκκινούντο αργότερα.

Επιπλέον, όσον αφορά το μονομελές αυτόφωρο, στο οποίο προσήλθα κατά την ώρα του διαλείμματος, δεν κατάφερα να παρακολουθήσω κάποια υπόθεση. Ωστόσο, μετά από έλεγχο του πινακίου και παραμονής στην αίθουσα κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, διαπίστωσα πως οι περισσότερες υποθέσεις αφορούσαν μικροπαραβάσεις ναρκωτικών, και εργατικές διαφορές. Αρκετοί παρευρισκόμενοι/ες ήταν τσιγγάνοι, μετανάστες, αφρικανές γυναίκες που δικάζονταν για πορνεία, δηλαδή αντιπροσώπευαν στο έπακρο αυτό το (υπο)προλεταριάτο που περιέγραψα νωρίτερα.

Συμπεράσματα

Σε αυτή την εργασία προσπάθησα να παρουσιάσω την ποινική δικαιοσύνη στην Ελλάδα, και ειδικότερα το πως συμβάλλει στην αναπαραγωγή των στερεοτυπικών κατηγοριοποιήσεων για τους παραβάτες αλλά και το πως η ίδια είναι φορέας ποικίλων πολιτισμικών και ταξικών στερεοτύπων. Ο φόβος του εγκλήματος αποτελεί μια χρηστική έννοια που συμβάλλει στην συλλογική ποινικοποίηση ορισμένων ομάδων του πληθυσμού όπως οι μετανάστες, οι επισφαλείς εργάτες και άλλες περιθωριακές ομάδες, κυρίως σε πρακτικό επίπεδο μέσα από τις καταδικαστικές αποφάσεις της δικαιοσύνης, στιγματίζοντας τα υποκείμενα, τροφοδοτώντας έτσι αυτή την αυτοεκπληρούμενη προφητεία, περί της ιδιαιτερότητας /επικινδυνότητας του εγκληματία. Παράλληλα, οι πολιτικές μηδενικής ανοχής, ελέγχου και επιτήρησης, των οποίων εκτελεστής-εφαρμοστής είναι η ποινική δικαιοσύνη, μαζί με την αστυνομία, θεωρώ πως είναι σημαντικό να μην τις βλέπουμε αποκομμένες από την πολιτική οικονομία της εποχής, δηλαδή την νεοφιλελεύθερο-φιλελεύθερη, μετα-φορντική οικονομία, η οποία επιτάσσει αναδιάρθρωση των παραγωγικών σχέσεων και συνεπώς απαιτείται άλλου είδους διευθέτηση του πλεονασματικού εργατικού δυναμικού, των «επικίνδυνων» περιοχών, καθώς και των κοινωνικών στρωμάτων που δεν υποκύπτουν σε κάποια πειθαρχία, ακόμα και βάσει πολιτικής ιδεολογίας. Ωστόσο, τα στερεότυπα με βάσει τα οποία λειτουργεί η δικαιοσύνη έχουν και δική τους δυναμική, διότι δεν είναι απαραίτητα τα προϊόντα μιας σκλήρυνσης της κοινωνικής πολιτικής του κράτους αλλά συμπορεύονται και συμβάλλουν σε αυτή. Η δικαιοσύνη ελέγχει τους υπόδικους όχι με βάση τις συνθήκες που γέννησαν το έγκλημα, τουλάχιστον όπως είδα στο αυτόφωρο της Ευελπίδων, αλλά με βάση μια «ηθική», που δεν είναι άλλη από την κυρίαρχη μεσοαστική αντίληψη για τον πολίτη, που συναρθρώνεται γύρω από μια ηθική της εργασίας, της οικογενειακής ζωής, της οικονομικής επιτυχίας, της υγείας, της νομιμότητας κ.ο.κ, αποτυγχάνοντας δηλαδή να δει ανθρώπινες περιπτώσεις και που χρίζουν εξέτασης, αλλά βλέπει ομάδες ανθρώπων, που δεν μπορούν να τηρήσουν τα κυρίαρχα κοινωνικά πρότυπα, και τις κρίνει βάσει αυτής της έλλειψής τους.

Βιβλιογραφία

Δασκαλάκης, H. (1985), Η εγκληματολογία της κοινωνικής αντίδρασης : παραδόσεις, Αθήνα : Σάκκουλας

Κουκουτσάκη, Α. (2006), Εισαγωγή στο μάθημα: Κοινωνικός έλεγχος. Κοινωνιολογικές και Πολιτισμικές προσεγγίσεις των τιμωρητικών συστημάτων

Παρασκευόπουλος, N. (2003), Οι πλειοψηφίες στο στόχαστρο : τρομοκρατία και κράτος δικαίου, Αθήνα : Πατάκης ,

Beckett, H. & Western, B. (2001), Governing Social Marginality: Welfare, Incarceration, and the Transformation of State Policy, Punishment Society, vol.3, no. 43

Beckett, H. & Herbert, B. (2008), Dealing with disorder Social control in the post-industrial city, Theoretical Criminology vol. 12, no.1

Coleman, R. (2005),Surveillance in the city: Primary definition and urban spatial order, Crime Media Culture, vol.1, no. 131

De Giorgi, A. (2007), Toward a political economy of post-Fordist punishment, Critical Criminology, vol. 15, pp.243–265

Garland, D. (1990), Punishment and modern society : a study in social theory, Oxford: Clarendon Press

Lee, M. (2001), The Genesis of `Fear of Crime, Theoretical Criminology, vol. 5, no. 467

Melossi, D. (1998) H Kοινωνική Θεωρία και οι Mεταβαλλόμενες Aναπαραστάσεις του Eγκληματία, paper presented at Conference for Criminology of Scotland

Melossi, D. (2003), `In a Peaceful Life': Migration and the Crime of Modernity in Europe/Italy, Punishment Society, vol.5, no. 371

Newburn, T. & Trevor, J. (2007) crime control: Reflections on Zero Tolerance, Theoretical Criminology, vol. 11, no.2

Feeley, M. (2003) Crime, social order and the rise of neo-Conservative politics, Theoretical Criminology vol. 7, no.1

Rusche, G. & Kirschheimer, O. (2008), Punishment and social structure / with a new introduction by Dario Melossi, New Brunswick, N. J : Transaction Publishers

Stolcke, V. (1995), Talking Culture: New Boundaries, New Rhetorics of Exclusion in Europe, Current Anthropology, Vol. 36, No. 1, Special Issue: Ethnographic Authority and Cultural Explanation

Wacquant, Loic (2001), Οι φυλακές της μιζέριας, Αθήνα: Πατάκης

Wilson, J.Q. & Kelling G. (1982) «Broken windows: The Police and Neighborhood Safety”, στο Atlantic Monthly, 249, τ. 3


* Παρουσίαση στο μάθημα Κοινωνιολογικές και Πολιτισμικές Προσεγγίσεις των Τιμωρητικών Συστημάτων του ΠΜΣ του τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου