Κυριακή 31 Ιουλίου 2011

Κατηγοριοποιώντας το φόβο



[το κείμενο φιλοξενήθηκε στην εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ της 31 Αυγούστου 2011]

Θα πρέπει να πω ότι το κείμενο αυτό γράφτηκε ενόσω βρίσκομαι εκτός Αθηνών, κατά συνέπεια απολογούμαι για την ελλιπή τεκμηρίωση των σκέψεων που θα καταθέσω καθώς βρίσκομαι μακριά από τις πηγές μου ενώ  δεν είναι συστηματική και η πρόσβασή μου στην ειδησεογραφία των ημερών. Με αυτές τις επιφυλάξεις λοιπόν,  θα σταθώ σε μερικά σημεία της συζήτησης περί του «μακελειού στη Νορβηγία» και των χαρακτηριστικών του δράστη του, έτσι τουλάχιστον όπως την παρακολούθησα εγώ, επιχειρώντας καταρχήν να σκιαγραφήσω το πλαίσιο της παρέμβασής μου, δηλαδή την ίδια την μορφή της ενημέρωσής μας καθώς εμείς δεν έχουμε άμεση εμπειρία των γεγονότων. Με τις δημοσιογραφικές αφηγήσεις, με άλλα λόγια, οι οποίες αποτελούν τη βασική πηγή πληροφόρησής μας.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, να σημειώσω ότι η είδηση δεν είναι το γεγονός καθαυτό αλλά οι πληροφορίες που έχουμε για το γεγονός, η συμβολική ανακατασκευή του, οι ορισμοί και οι ερμηνείες του όπως συναρθρώνονται με τους κυρίαρχους λόγους περί υπό συζήτηση θεμάτων: η αναπαραγωγή των κυρίαρχων λόγων των υπό συζήτηση θεμάτων αποτελεί δομικό στοιχείο της κατασκευής της είδησης και συνίσταται στην ερμηνεία των γεγονότων με τους όρους μια συμβατικά αποδεκτής κοσμοθεώρησης η οποία αντιστοιχεί σ’ αυτό που λέμε «κοινός νους», τουτέστιν στην «κοινωνική συναίνεση».  Ή, όπως αναφέρει ο S.Hall, η στιγμή της κατασκευής της είδησης είναι η στιγμή της εγγραφής της σ’ ένα πολιτισμικό χάρτη, σ’ ένα χάρτη κοινωνικών νοημάτων στον οποίο προϋποτίθεται ότι έχει πρόσβαση το κοινό και τον συμμερίζεται, ενώ ιδιαίτερη σημασία έχει η σχέση των ΜΜΕ με τις πηγές τους που είναι οι δημιουργοί και φορείς των κυρίαρχων λόγων.


  1. Η ψυχική διαταραχή και η πολιτική ιδεολογία

Μια πρώτη επιφαινόμενη αντίφαση προκύπτει από την, με τυπικούς όρους προβληματική, συνομιλία των δύο βασικών αξόνων γύρω από τους οποίους δομείται: εάν ο δράστης ορίζεται ως ψυχικά διαταραγμένος και το μανιφέστο του ορίστηκε επανειλημμένα ως παραλήρημα, πώς γίνεται ένα, με κλινικούς όρους, παραλήρημα  να αποτελεί συνάμα και πολιτικό μανιφέστο; Σ’ αυτό τον μπαξέ άνθισαν πολλά λουλούδια αλλά δεν θα σταθώ σε απλουστεύσεις που ταυτίζουν την ψυχική διαταραχή με τον ναζισμό με τις οποίες απλώς εκτονώνουμε την οργή ή/και το φόβο μας.  Με κίνδυνο μάλιστα να υπεραπλουστεύσω το επιχείρημά μου, αν υποθέσουμε ότι ο δράστης μιλούσε με όρους επικράτησης του χριστιανισμού, κάτι δηλαδή εκτός τόπου και χρόνου, δεν θα έκλινε η πλάστιγγα της ενημέρωσης υπέρ της εκδοχής της ψυχικής διαταραχής χωρίς πολλές-πολλές συζητήσεις περί του υπομνήματος; Και για να πάω ακόμα πιο μακριά, πόσο «έπαιξε» το επιχείρημα της ψυχικής διαταραχής για αμερικανούς προέδρους και τους επιτελείς τους που σφαγιάσανε άμαχους πληθυσμούς με στρατιωτικές επεμβάσεις σε ολόκληρες χώρες εν ονόματι της ασφάλειας του δυτικού κόσμου από την ισλαμική τρομοκρατία;  Ακόμα πιο απλά, πού βρίσκεται η όποια πραγματικότητα και πόσο συμμετέχει στην κατασκευή της συναίνεσης που είναι το βασικό ζητούμενο των αφηγήσεων παρόμοιων γεγονότων από τα ΜΜΕ και τις πηγές τους;

  1. Το αυγό του φιδιού

Δεν είναι ψυχικά διαταραγμένος ο δράστης αλλά είναι συνειδητά στρατευμένος ναζιστής. Αυτή, ομολογώ, ήταν η πιο ενδιαφέρουσα σούπα που την ανακατεύαμε συνέχεια μέχρι να λιώσει το ενοχλητικό εκείνο υλικό που αφορά τα πολιτικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα του τόπου στον οποίο έγινε το φονικό αλλά και η ίδια η επιλογή των στόχων και των θυμάτων: τίποτα από αυτά δεν προβληματοποιήθηκε ως εάν να επρόκειτο για μια χώρα στην οποία βράζει ο αντι-ισλαμισμός ή ο στόχος να ήταν  ισλαμιστές. Οι δε μαρτυρίες κατοίκων της Νορβηγίας οι οποίοι έλεγαν ότι δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο σ’ αυτή τη χώρα είτε γινόταν μια παρένθεση της συζήτησης περί του αυγού του φιδιού είτε επιλυόταν τσάτρα-πάτρα το ζήτημα με την επίκληση της ψυχικής διαταραχής: Το μακελειό έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο μιας αφήγησης με όρους κοινωνικά κατανοητούς για να βγάζει νόημα ή, που είναι το ίδιο, να κοινοποιεί νοήματα∙ να εμπίπτει σ’ ένα πλαίσιο ευρύτερης δυνατής συναίνεσης ως ερμηνεύσιμο ή εν δυνάμει ελέγξιμο, να τροφοδοτεί φόβους αλλά συνάμα να τους κατευνάζει.

  1. Κατηγοριοποιήσεις του φόβου

Η κοινωνική συναίνεση, έστω και ως προοπτική, είναι αναπόδραστα καταδικασμένη να τιναχθεί στον αέρα με ό, τι συνεπάγεται αυτό για την επιβίωση πολιτικών, οικονομικών κλπ ελίτ εάν ο φόβος δεν έχει πρόσωπο για να μπορεί να εμφανίζεται ως ελέγξιμος, εάν η οργή δεν έχει ως αντικείμενο  φυσικά πρόσωπα για να μπορεί να εκτονώνεται -εκπαιδευτήκαμε καλά σ’ αυτό άλλοι κυνηγώντας τον κλέφτη κι άλλοι τον αστυνόμο. Επινοούμε συνθήματα που μας βάζουν στο κέντρο των πραγμάτων, συνθήματα δανεικά, συνθήματα ετεροχρονισμένα, συνθήματα που ίσως κατευνάζουν την αγωνία γι’ αυτόν τον εφιάλτη που ζούμε ή εκτονώνουν την οργή. Και είναι απόλυτα κατανοητό γιατί δεν προετοιμαστήκαμε για τη νέα κατάσταση που ο εχθρός είναι ανελέητος και απρόσωπος και το αυγό του φιδιού έσκασε εδώ και καιρό και δεν κάνει πια διακρίσεις στο ολοκαύτωμα: το Εμείς και το Άλλος θα γίνουν ένα γιατί ως τέτοιο θα τα ξεράσει η βία των οικονομικών και κοινωνικών όρων∙ το Εμείς και το Άλλος θα σηματοδοτούν πλέον ίσως μόνον τον χρόνο που οδηγούμαστε ή θα οδηγηθούμε στην απόγνωση.
Ας απεγκλωβιστούμε όμως απ’ τις ευκολίες του ετοιμοπαράδοτου θέτοντας  τα νέα ερωτήματα αντί να ξεμπερδεύουμε με παρωχημένες απαντήσεις και βερμπαλισμούς που δεν συναρθρώνονται με την παρούσα συγκυρία. Γιατί αυτό είναι το παιγνίδι, η θολούρα της στείρας αντιστροφής του επιχειρήματος  στο βαθμό που διατηρείται αναλλοίωτος ο πυρήνας του, δηλαδή η κατασκευή εχθρών με σάρκα, οστά, ονοματεπώνυμο ή η απαξίωση της μεγάλης εικόνας  που συνοψίζεται στο μέγεθος του συνθήματος. Γιατί ο αντίπαλος το παίζει  αιώνες αυτό το παιγνίδι και το παίζει τόσο καλά που έχει πετύχει να φυσικοποιείται το άρον, άρον σταύρωσον αυτόν εάν το μόνο που αλλάζει είναι το πρόσωπο του υποψήφιου προς σταύρωση.

914 λέξεις

Τρίτη 26 Ιουλίου 2011

Ανοικτή επιστολή στους γονείς των φοιτητών, της Ξένιας Χρυσοχόου



Αθήνα 24 Ιουλίου 2011


Ανοικτή επιστολή στους γονείς των φοιτητών

Αγαπητοί γονείς,

Ίσως σας φανεί παράξενο να λάβετε αυτή την επιστολή, καθώς δεν συνηθίζεται η επικοινωνία μεταξύ γονιών και καθηγητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Όμως εμείς που διδάσκουμε τα παιδιά σας στο πανεπιστήμιο δεν αγνοούμε πόσο αγωνιάτε για το μέλλον τους και πόσες θυσίες κάνατε και κάνετε για αυτό. Προσωπικά δεν ξεχνώ την αγωνία των δικών μου γονιών πριν καταφέρω να μπω στο πανεπιστήμιο, την οικονομική συνδρομή τους και την ηθική τους στήριξη σε όλη τη διάρκεια των μακροχρόνιων (προπτυχιακών και μεταπτυχιακών) σπουδών μου. Η Ελληνική οικογένεια επενδύει στη μόρφωση των παιδιών της και εμπιστεύεται το ελληνικό πανεπιστήμιο· άρα έχει δικαίωμα να ξέρει τι γίνεται σε αυτό. Γι αυτό λοιπόν αποφάσισα να σας γράψω.

Καταρχήν ας συστηθώ. Μετά τις προπτυχιακές σπουδές μου στο τμήμα Φιλοσοφίας Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας  στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πήγα για μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές ψυχολογίας στη Γαλλία  σε μια περίοδο που δεν ήταν δυνατό να κάνει κάποιος τέτοιες σπουδές στην Ελλάδα. Στη συνέχεια δούλεψα για επτά χρόνια στην Μεγ. Βρετανία ως διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό (λέκτορας και επίκουρος) πριν έρθω στην Ελλάδα στο τέλος του 2003 ως αναπληρώτρια καθηγήτρια στο τμήμα ψυχολογίας του Παντείου και πέρσι κρίθηκα επιτυχώς για την θέση της καθηγήτριας. Από τη στιγμή που γύρισα στην Ελλάδα ζω μια συνεχή προσπάθεια “μεταρρύθμισης” του πανεπιστημίου που το οδηγεί από το κακό στο χειρότερο και έχω αγανακτήσει. Πριν μερικές μέρες κατατέθηκε ένα ακόμα νομοσχέδιο που, αν ψηφιστεί, θα σημάνει το τέλος των πανεπιστημιακών σπουδών στην Ελλάδα. Επιτρέψτε μου στη συνέχεια να σας πω γιατί.

Ας μιλήσουμε λίγο για το Πανεπιστήμιο που πολύ εύκολα απαξιώνεται στο λόγο πολιτικών και δημοσιογράφων. Ποια είναι η λειτουργία του; Το πανεπιστήμιο, σε αντιδιαστολή με το σχολείο, οφείλει να διδάσκει την γνώση που παράγει μέσω της έρευνας ή που παράγεται σε άλλα αντίστοιχα ιδρύματα με βάση τους κανόνες της επιστήμης. Η αποστολή του είναι διττή: μάθηση και έρευνα. Οφείλουμε να δίνουμε στους φοιτητές τα εργαλεία κατανόησης και παραγωγής της γνώσης. Οφείλουμε να τους κάνουμε να σκέφτονται, να κρίνουν τα αποτελέσματα ερευνών και να μπορούν να κάνουν έρευνα και οι ίδιοι. Για αυτό λεγόμαστε και μέλη ΔΕΠ (Διδακτικό και Ερευνητικό Προσωπικό).  Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι, με όλα τα προβλήματα, αυτή την κεντρική αποστολή την εκτελεί το Δημόσιο πανεπιστήμιο. Αρκεί να σκεφτείτε παραδείγματα αποφοίτων μας που συνεχίζουν σπουδές στο εξωτερικό και διαπρέπουν. Θα έχετε σίγουρα τέτοια παιδιά δίπλα σας. Είμαστε όλοι χαρούμενοι και περήφανοι που τα καταφέρνουν.

Πολύ συχνά όμως ακούμε ότι το πανεπιστήμιο δίνει πτυχία “χωρίς αντίκρυσμα” και αυτός είναι ένας από τους λόγους που πρέπει να αναμορφωθεί. Ας σκεφτούμε όμως. Για χρόνια το πανεπιστήμιο στελεχώνει την Ελληνική κοινωνία με γιατρούς, δικηγόρους, μηχανικούς, υπαλλήλους κάθε λογής, δασκάλους, καθηγητές και τόσους άλλους. Έχουμε παράπονα από τις γνώσεις τους; Πολλοί από σας σπουδάσατε και οι ίδιοι. Δεν είστε καλοί επαγγελματίες; Είναι γεγονός ότι όλο και περισσότεροι πτυχιούχοι είναι άνεργοι. Φταίνε όμως για αυτό τα πτυχία; Μας λένε ότι τα πτυχία δεν είναι συνδεδεμένα με τις ανάγκες της αγοράς. Δεν είναι αυτός ο στόχος της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Τα πτυχία πρέπει να συνδέονται με τις επιταγές της επιστήμης και όχι της αγοράς. Δεν είναι το πανεπιστήμιο που παράγει την ανεργία. Άλλωστε σήμερα, που η χώρα μας “έπιασε πάτο” και άγεται και φέρεται από τις αγορές και τα κερδοσκοπικά παιχνίδια τους, είναι τουλάχιστον ανήθικο να θέλουν η παιδεία να ακολουθήσει τις επιταγές της αγοράς. Αυτό είναι το διακύβευμα: να πουλήσουμε και εκείνο το χώρο που στοχεύει να καλλιεργήσει νέους επιστήμονες, καλούς επαγγελματίες και αξιοπρεπείς και ελεύθερους πολίτες.

Στόχος των “μεταρρυθμίσεων” είναι να μειώσουν τον αριθμό των ανθρώπων που έχουν πρόσβαση στα πανεπιστήμια, να μεταφέρουν το κόστος των σπουδών στον  φοιτητή και την οικογένειά του και να αποδεσμεύσουν το κράτος από τη χρηματοδότηση της ανώτατης εκπαίδευσης και την υποχρέωση να βρίσκει επαγγελματικές λύσεις για τους νέους πτυχιούχους. Η πολιτική αυτή είναι καταστροφική για τα νέα παιδιά αλλά και για τον τόπο συνολικά. Ας δούμε γιατί.
Όταν η υπουργός Παιδείας ανακοίνωσε τις “μεταρρυθμιστικές” της προθέσεις δήλωσε ότι  το “πανεπιστήμιο της μεταπολίτευσης έχει οριστικά τελειώσει”. Για να καταλάβουμε το νόημα αυτής της δήλωσης πρέπει να σκεφτούμε τι έκανε το πανεπιστήμιο της μεταπολίτευσης για την Ελληνική κοινωνία. Δύο πράγματα έρχονται στο νου: εκδημοκράτισε τους θεσμούς στο πανεπιστήμιο και επέτρεψε την πρόσβαση σε αυτό σε μεγαλύτερα στρώματα της Ελληνικής κοινωνίας. Δεν υπάρχουν δίδακτρα ή εξέταστρα, τα εργαλεία (βλ. Βιβλία) δίνονται δωρεάν, το πανεπιστήμιο διοικείται με την συμμετοχή όλων, νέοι προερχόμενοι από λαϊκά στρώματα έχουν τη δυνατότητα μεγαλύτερης πρόσβασης σε αυτό. Είναι γεγονός ότι το πανεπιστήμιο της μεταπολίτευσης βοήθησε στην κινητικότητα της ελληνικής κοινωνίας και πολλοί επωφελήθηκαν από αυτό και βελτίωσαν τις συνθήκες της επαγγελματικής τους ζωής.  Αυτά ακριβώς τα στοιχεία θα αλλάξουν με το νέο νομοσχέδιο.

Ένα κεντρικό αίτημα της ελληνικής κοινωνίας είναι να μπορέσουν τα παιδιά της να σπουδάσουν και να έχουν πρόσβαση σε ανώτατα επίπεδα γνώσης. Το γεγονός ότι οι πολλοί έχουν πρόσβαση στη γνώση ενοχλεί. Οι εισαγωγικές εξετάσεις έρχονται να ρυθμίσουν τυπικά την πρόσβαση και να κατηγοριοποιήσουν τους υποψηφίους με βάση την επίδοσή τους σε μια εξέταση σε γνωστικά αντικείμενα και σχολές. Αυτή η κατάταξη των υποψηφίων “αξιολογεί” και τις σχολές όχι όμως με βάσει την επιστημονική τους συμβολή αλλά τη ζήτηση των υποψηφίων· στις πιο περιζήτητες σχολές (βλ αστυνομικές ή παιδαγωγικά τμήματα) αυξάνονται οι βάσεις τα τελευταία χρόνια. Όμως οι κυβερνήσεις ανταποκρινόμενες αφενός στο αίτημα για πρόσβαση στα πανεπιστήμια αλλά και αφετέρου στο αίτημα των τοπικών κοινωνιών για περιφερειακή ανάπτυξη ιδρύουν τμήματα και πανεπιστήμια χωρίς καμιά εκπαιδευτική και ερευνητική στρατηγική και έτσι ο αριθμός των εισακτέων αυξάνεται. Οι πτυχιούχοι ζητούν κατοχύρωση των επαγγελματικών τους δικαιωμάτων και πρόσβαση στην εργασία. Επειδή η αγορά εργασίας δεν θέλει/μπορεί να τους απορροφήσει τίθενται άλλα κριτήρια και τα πτυχία απαξιώνονται. Για παράδειγμα το πτυχίο φιλολόγου, μαθηματικού ή χημικού δεν κρίνεται επαρκές για να γίνει κανείς καθηγητής σε σχολείο και πρέπει ο πτυχιούχος να “αξιολογηθεί” ξανά μέσα από το διαγωνισμό του ΑΣΕΠ. Μας λένε λοιπόν ότι έτσι οι καλύτεροι θα διδάσκουν στα σχολεία.  Σίγουρα στα σχολεία διδάσκουν ικανοί άνθρωποι. Αλλά δεν είναι ικανοί αυτοί που δεν έδωσαν στον ΑΣΕΠ και που εσείς τους εμπιστεύεστε τα παιδιά σας στα φροντιστήρια; Ίσως ορισμένοι από σας να απαξιώνετε τον καθηγητή του σχολείου και θεωρείτε καλύτερο  το καθηγητή του φροντιστηρίου. Και οι δύο είναι πτυχιούχοι του ίδιου πανεπιστημίου: απλά ο ένας κατάφερε να αποκομίσει μια σταθερή εργασία μετά από ένα διαγωνισμό με κλειστό αριθμό θέσεων, ενώ ο άλλος συνεχίζει μια επισφαλή εργασία συχνά χωρίς ασφάλιση. Οι θέσεις στην αγορά είναι λίγες και άρα η ανοιχτή πρόσβαση σε επαγγελματική κινητικότητα είναι μια απάτη. Η κοινωνία μας αντί να προσπαθήσει να αυξήσει τις θέσεις εργασίας επιθυμεί να μειώσει τον αριθμό εκείνων που μπορούν να τις διεκδικήσουν. Ο νέος νόμος θα κάνει τα πράγματα χειρότερα σε αυτό το επίπεδο.  

Με το νέο σχέδιο νόμου παροτρύνεται η πανεπιστημιακή κοινότητα να θεσπίσει σπουδές διαφορετικών κύκλων. Προτείνεται να γίνουν οι προπτυχιακές σπουδές τριετούς διάρκειας και στη συνέχεια να ακολουθεί διετής μεταπτυχιακός κύκλος. Δεν νοείται επιστημονική εκπαίδευση τριετούς διάρκειας και μάλιστα όταν το πρώτο έτος θα είναι εισαγωγικό σε πολλά επιστημονικά πεδία. Άρα μιλάμε για μια απλή κατάρτιση που δεν θα οδηγεί σε επαγγελματικά δικαιώματα. Αυτά θα δίνονται με την συμπλήρωση του μεταπτυχιακού κύκλου (τετραετείς ή πενταετείς σπουδές). Όμως στα μεταπτυχιακά θα υπάρχει πολύ περιορισμένη πρόσβαση και επιπλέον θα υπάρχουν δίδακτρα. Το άρθρο 16 του συντάγματος που με πολύ αγώνα κατάφερε το πανεκπαιδευτικό κίνημα, και με τη συμπαράσταση της κοινωνίας, να μην αναθεωρηθεί, κατοχυρώνει ότι οι προπτυχιακές σπουδές είναι δωρεάν. Μέχρι μια πιθανή μελλοντική αναθεώρησή του οι προτεινόμενες 3τεις σπουδές θα είναι δωρεάν αλλά δεν θα αξίζουν τίποτα επαγγελματικά και μόνο όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα θα ολοκληρώνουν αυτό που μέχρι σήμερα ονομάζουμε πτυχίο.  Έτσι επιτυγχάνεται ο στόχος της μείωσης εκείνων που θα μπορούν να διεκδικήσουν εργασία με βάση επιστημονική  μόρφωση.

Η κυβέρνηση για να απαντήσει στην κριτική ότι οι φτωχότεροι δεν θα μπορούν να σπουδάσουν μιλά στο νομοσχέδιο για φοιτητικά δάνεια και υποτροφίες. Δηλαδή ο φοιτητής θα δανείζεται για να σπουδάσει και όταν βρει δουλειά θα αποπληρώνει. Αυτό δεν είναι δωρεάν παιδεία. Αυτό είναι δώρο στις τράπεζες και  δια βίου υποδούλωση των νέων εργαζόμενων επιστημόνων. Ο νέος που χρωστά τις σπουδές του θα αναγκαστεί να κάνει οτιδήποτε για να αποπληρώσει (βλ. στις ΗΠΑ που κατατάσσονται έμμισθοι φαντάροι για να πληρώσουν τις σπουδές τους), θα αποδεχτεί χωρίς καμιά διεκδίκηση οποιοδήποτε όρο εργασίας και καταχρεωμένος δεν θα μπορεί να ξεκινήσει την ενήλικη ζωή του, να φτιάξει οικογένεια κλπ. Όσο για τις υποτροφίες τα πανεπιστήμια δεν έχουν τη δυνατότητα από την κρατική επιχορήγηση να βοηθούν τους φοιτητές και άρα θα πρέπει να αναζητήσουν χορηγίες. Όταν όμως ο μεταπτυχιακός φοιτητής ή ο υποψήφιος διδάκτορας στο τμήμα Επικοινωνίας θα επιχορηγείται από το τάδε εκδοτικό συγκρότημα δεν υπάρχει κίνδυνος χειραγώγησης της έρευνας; Όταν μια τράπεζα χρηματοδοτεί κάποιον στις οικονομικές επιστήμες δεν εγείρονται υπόνοιες διαπλοκής;

Εδώ βρίσκεται ένα επιπλέον πρόβλημα που φέρνει το νέο νομοσχέδιο: την κατάργηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Οι καθηγητές στο πανεπιστήμιο είμαστε, με βάση το άρθρο 16 του συντάγματος, δημόσιοι λειτουργοί και πληρωνόμαστε από το κράτος. Από αυτή μας την ιδιότητα απορρέει η ακαδημαϊκή ελευθερία στη διδασκαλία και την έρευνα. Δεν είμαστε υπάλληλοι μιας εταιρείας, δεν εξαρτώμεθα οικονομικά από κάποιον αλλά με βάση την επιστημονική δεοντολογία και το δημόσιο συμφέρον οφείλουμε να ερευνούμε και να διδάσκουμε. Αυτό θα αλλάξει. Ναι μεν το άρθρο 16 προστατεύει για την ώρα την ιδιότητά μας αλλά οι μισθοί μας και το εύρος τους θα καθορίζονται ανά πανεπιστήμιο μέσα από τον οργανισμό του, με βάση τις “επιδόσεις” μας αλλά και τον πλούτο του πανεπιστημίου που ανήκουμε. Με το πρόσχημα της αυτοτέλειας των πανεπιστημίων, το υπουργείο μεταφέρει την συνταγματική του υποχρέωση για χρηματοδότηση στα πανεπιστήμια. Πολλά ερωτήματα προκύπτουν. Που θα βρουν καταρχήν τα λεφτά τα πανεπιστήμια; Ένα μέρος θα προέρχεται από την κρατική χρηματοδότηση, ένα μέρος από τα δίδακτρα (ποιος θα επιθυμεί να διδάσκει στα προπτυχιακά;), ένα μέρος από χορηγίες (βλ. θέματα διαπλοκής) και ένα μέρος από την “αξιοποίηση” της περιουσίας των πανεπιστημίων. Το νομοσχέδιο συγκροτεί μάλιστα μέσα στα πανεπιστήμια Ανώνυμες Εταιρείες για το σκοπό αυτό! Τα πανεπιστήμια θα λειτουργούν με ιδιωτικά κριτήρια και θα πουλούν υπηρεσίες εκπαίδευσης! Η ακαδημαϊκή ελευθερία θα αποτελεί παρελθόν γιατί για να επιβιώσει ο πανεπιστημιακός θα πρέπει να ακολουθεί πεδία που θα μπορούν να προσελκύσουν χορηγίες. Αναρωτιέμαι αν σε λίγο σε αυτόν τον τόπο που επαίρεται ότι την γέννησε θα διδάσκεται ακόμα η φιλοσοφία... Επίσης αν οι μισθοί  και τα κριτήρια επιλογής καθηγητών καθορίζονται ανά πανεπιστήμιο ποιος θα κρίνει τι μισθό θα πάρει ο καθένας; Μήπως οι “δικοί μας άνθρωποι”  θα πληρώνονται καλύτερα;

Επιπλέον, το νομοσχέδιο αλλάζει ριζικά τον τρόπο διοίκησης των πανεπιστημίων. Τα συλλογικά όργανα όπως οι σύγκλητοι θα έχουν μόνο συμβουλευτικό χαρακτήρα ακόμα και σε θέματα συγχώνευσης ή κατάργησης τμημάτων. Όλες τις αποφάσεις θα τις παίρνει ένα ολιγομελές συμβούλιο διοίκησης που θα εκλέγεται, κατά ένα μέρος του  από τις ανώτερες βαθμίδες, χωρίς τη συμμετοχή των εργαζόμενων και των φοιτητών. Η μείωση της συμμετοχής της πανεπιστημιακής κοινότητας δεν πρόκειται να μειώσει και τα φαινόμενα διαπλοκής αλλά να τα αυξήσει. Από ποιον θα ελέγχεται και με τι κριτήρια το συμβούλιο; Πως θα αποφασίζεται η στρατηγική και οι στόχοι ενός ιδρύματος; Όπου συγκεντρώνεται εξουσία σε λίγους ευδοκιμεί η διαπλοκή και η διαφθορά.  Οι πρυτάνεις αντιδρούν σε αυτό το σημείο, και είναι προς τιμή τους γιατί πολλοί από αυτούς θα μπορούσαν να γίνουν μέλη αυτού του συμβουλίου όπως προβλέπουν και οι μεταβατικές διατάξεις. Καταλαβαίνουν όμως ότι καταργείται η ακαδημαϊκότητα που βασίζεται στη δημοκρατική διοίκηση καθώς και το ότι το πανεπιστήμιο χάνει όχι μόνο τον δωρεάν αλλά και το δημόσιο χαρακτήρα του.

Θα μου πείτε ότι όλα είναι τέλεια σήμερα στο πανεπιστήμιο και πρέπει να τα υπερασπισθούμε; Δεν υπάρχουν φαινόμενα ιδιωτικοποίησης και διαπλοκής; Όλοι οι καθηγητές είναι εντάξει στις υποχρεώσεις τους; Θα συμφωνήσω μαζί σας ότι τέτοια φαινόμενα υπάρχουν και ο καθένας μας μπορεί να φέρει παραδείγματα. Δεν υποστηρίζω   τις στρεβλώσεις της υπάρχουσας κατάστασης. Όμως θα σας προτρέψω να σκεφτείτε αν στους δικούς σας χώρους δουλειάς είναι όλοι εντάξει, αν κάποιοι δεν χρησιμοποιούν το σύστημα για δικό τους όφελος. Δεν υπάρχουν άλλοι χώροι που το ίδιο το κράτος επωφελείται από τους θεσμούς και δημιουργεί πελατειακές σχέσεις; Τα φαινόμενα αυτά μας φαίνονται ιδιαίτερα απαράδεκτα για το πανεπιστήμιο γιατί ακριβώς είναι ένας χώρος που πρέπει να διέπεται από ελευθερία και δημοκρατία. Είμαστε πολλοί που και τα καταγγέλλουμε και τα καταδικάζουμε. Αυτό που φταίει δεν είναι το θεσμικό πλαίσιο αλλά ο τρόπος χρήσης του. Οι κυβερνώντες είναι οι τελευταίοι που δικαιούνται να ομιλούν καθώς εκείνοι διέφθειραν τις κομματικές νεολαίες τους για να ελέγχουν τις πρυτανικές και άλλες εκλογές.  Αυτά θα πρέπει να αλλάξουν και θα αλλάξουν αν εξακολουθήσει να υπάρχει το δημόσιο και δημοκρατικό πλαίσιο που καθόριζε το πανεπιστήμιο. Το σημερινό σχέδιο νόμου μετατρέπει τα πανεπιστήμια σε αυταρχικά κολέγια.

Θα μπορούσαμε να πούμε και άλλα για το νομοσχέδιο: για την επισφαλή εργασία που επιφυλάσσει σε νέους επιστήμονες που θα ήθελαν να το στελεχώσουν (κατάργηση της βαθμίδας του λέκτορα και αντικατάσταση της με συμβασιούχους) , για τον ραγιαδισμό που το διέπει ( ξένοι καθηγητές μπορούν να έρθουν να διδάξουν και ενώ θα διατηρούν το μισθό και τη θέση τους θα πληρώνονται από το ελληνικό κράτος ενώ εμείς δεν θα μπορούμε να κάνουμε το ίδιο· δηλαδή αν έμενα στην Αγγλία θα ήμουν πιο άξια επιστήμονας απ' ότι είμαι τώρα;), για την απαξίωση των προσπαθειών των παιδιών (θα χάνουν την φοιτητική τους ιδιότητα αν καθυστερούν στις σπουδές τους). Δεν θέλω όμως να σας κουράσω άλλο.

Ζούμε μια δύσκολη περίοδο στην Ελλάδα και πολλοί βρίσκονται σε ιδιαίτερα δυσμενή θέση. Σκέφτομαι τα νέα παιδιά που σιγά σιγά θα φεύγουν έξω. Θα μορφώνουμε ανθρώπους που  θα γίνονται παραγωγικοί σε άλλες κοινωνίες. Πώς να τους πεις όμως να μην φύγουν; Όπως μπορεί να φύγουν και πολλοί από τους 800 άξιους νέους επιστήμονες που ενώ έχουν εκλεγεί στα πανεπιστήμια με βάση τις προγραμματικές συμβάσεις και προκηρύξεις του Υπουργείου, εδώ και 2 χρόνια περιμένουν να διοριστούν. Και εγώ η ίδια σκέφτηκα να φύγω στο εξωτερικό όταν ανακοινώθηκαν τα μέτρα για το πανεπιστήμιο. Η πρώτη μου σκέψη ήταν γιατί να μείνω σε ένα θεσμό που δεν με βοηθά να  παράγω, που με απαξιώνει και με ένα μισθό που συνεχώς μειώνεται; Όμως μορφώθηκα στο δημόσιο και δωρεάν πανεπιστήμιο και του χρωστάω. Είναι μια μάχη που αξίζει να τη δώσει κανείς. Άλλωστε γιατί να με διώξουν από τον τόπο μου; Ας φύγουν εκείνοι.

Είναι πιθανό όταν διαβάζετε αυτές τις γραμμές ο νόμος να ψηφίζεται. Η κυβέρνηση θα τον ψηφίσει με την ίδια αυταρχικότητα που ψήφισε το μεσοπρόθεσμο με ισχνή πλειοψηφία και με τον κόσμο να διαδηλώνει στο σύνταγμα και στις πλατείες. Θα ψηφίσει το νόμο για τα πανεπιστήμια ενάντια στις απόψεις των πρυτάνεων, των συλλόγων μελών ΔΕΠ, των εργαζόμενων στα πανεπιστήμια, των φοιτητών. Δεν μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη σε μια κυβέρνηση που εκλέχθηκε με άλλο πρόγραμμα από αυτό που εφαρμόζει, που διαπραγματεύεται με μια κοινωνική ομάδα  και αφότου βρεθεί κοινός τόπος μετά αλλάζει τους όρους, που μας υπόσχεται διάλογο και καταθέτει το νομοσχέδιο μέσα στο καλοκαίρι. Αν θέλησα να σας γράψω δεν είναι γιατί πιστεύω ότι μπορούμε μέσα στον Αύγουστο να εμποδίσουμε την ψήφισή του. Πιστεύω όμως ότι τα νέα παιδιά θα αντιδράσουν στην συρρίκνωση του μέλλοντός τους. Πολλοί πανεπιστημιακοί θα σταθούμε δίπλα τους και θα θελα να ακούσετε και μια άλλη φωνή από αυτή που προωθούν τα ΜΜΕ και να τους στηρίξετε, εσείς οι γονείς τους. Επίσης φοβάμαι ότι το φθινόπωρο θα γίνουν προσπάθειες αναθεώρησης του άρθρου 16 που θέτει κάποια όρια στην κατάργηση του δημόσιου χαρακτήρα του πανεπιστημίου. Ελπίζω η επιστολή μου να σας έδωσε κάποια  επιχειρήματα σχετικά με το γιατί αυτή η αναθεώρηση δεν πρέπει να γίνει. Οι καιροί μας καλούν όλους να υπερασπισθούμε πολλαπλώς το σύνταγμα. Θα θελα να πιστεύω ότι θα το κάνουμε.

Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας και ζητώ συγγνώμη για τη μακροσκελή επιστολή μου

Με τιμή

Ξένια Χρυσοχόου
Καθηγήτρια, Πάντειο Πανεπιστήμιο
chryssochoou@eekpsy.gr

από http://www.alfavita.gr/artro.php?id=40317

Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

Σωφρονιστικό κακό και «εθελοντισμός»



[Αυτό το κείμενο είχε γραφτεί πριν μήνες γιατί μου είχε ζητηθεί από την εφημερίδα ΤΟ ΚΕΛΙ. Το μεταφέρω τώρα εδώ, καθώς συναρθρώνεται με το περιεχόμενο της προηγούμενης ανάρτησης –«Την προσοχή σας καλοί μας άνθρωποι…»- ως μια ακόμα εκδοχή, και μάλιστα με θεσμική βούλα, του «σωφρονιστικού» χάους, μέρος του οποίου καλούνται να γίνουν και εθελοντές]
Παρακολουθώντας τον τελευταίο καιρό τις συζητήσεις και τις προτάσεις που γίνονται για να αντιμετωπισθεί το «σωφρονιστικό κακό» ή, κατ’ ευφημισμό, σωφρονιστικό ζήτημα, έχω όλο και πιο συχνά την αίσθηση ότι οι συζητήσεις ανακατασκευάζουν την πραγματικότητα σ’ ένα πλαίσιο καλών προθέσεων που αγνοεί όμως το δομικό κομμάτι του προβλήματος που καλείται να επιλύσει. Και είναι πραγματικά κρίμα να καούν προτάσεις οι οποίες, σε μια λιγότερο φιλόδοξη και περισσότερο κοντά στην πραγματικότητα εκδοχή τους, θα μπορούσαν να φέρουν κάποια αποτελέσματα σε ό, τι αφορά την άμβλυνση των δεινών του εγκλεισμού.
Στο πλαίσιο αυτού του σύντομου σημειώματος εκ των πραγμάτων θα πρέπει να περιοριστώ σε κάποιο ειδικότερο ζήτημα και προκρίνω αυτό του εθελοντισμού ως εμβληματικό του ρήγματος ανάμεσα σε προθέσεις και πραγματικές συνθήκες. Διαβάζω εδώ και κάμποσο καιρό τις εκκλήσεις σε εθελοντές για την κάλυψη πολύ βασικών αναγκών των κρατουμένων, για παράδειγμα σε ρουχισμό. Και σκέφτομαι πόσο απλά, πόσο αβίαστα αναδύεται το μείζον πρόβλημα που είναι αυτό της θεσμικής διαχείρισης της εγκληματικότητας, τουτέστιν οι εκρηκτικά γεμάτες φυλακές  στις οποίες αποθηκεύονται συνεχώς περισσότεροι έγκλειστοι: έχουμε αντίστοιχη έκρηξη και της εγκληματικότητας ή οι ίδιοι οι ποινικοί θεσμοί υπονομεύουν οποιαδήποτε καλή πρόθεση ή θέσπιση μέτρων;  Και  ανεξάρτητα της απάντησης στο παραπάνω ερώτημα, τι μηνύματα επικοινωνεί στην κοινωνία η εικόνα των ασφυκτικά γεμάτων φυλακών αν όχι μιας κοινωνίας σε κατάσταση υψηλής επικινδυνότητας;  Και σ’ αυτή την περίπτωση σε ποια κοινωνική ευαισθησία απευθύνεται η πολιτεία όταν οι Λόγοι περί εγκληματικότητας που διαβρώνουν  το κοινωνικό σώμα  καθιστούν τον έγκλειστο επικίνδυνο Άλλο ο οποίος, με όρους «κοινής λογικής», ορθώς απομακρύνεται από το κοινωνικό σώμα;; Κι ακόμα, τι εγγυήσεις παρέχει ο εθελοντισμός όταν πάσχει στον ίδιο τον πυρήνα του καθώς δεν συνεπάγεται ούτε δεσμεύσεις, ούτε συγκεκριμένους και διακριτούς ρόλους, ούτε το ενδεχόμενο καταλογισμού ευθυνών όταν ο εθελοντής αποσυρθεί από την εικόνα αφήνοντας μια κατάσταση ακόμα χειρότερη από αυτήν στην οποία παρενέβη; Και ποιο είναι το ηθικό, αν μη τι άλλο, έρεισμα της μετακύλησης ρόλων και αρμοδιοτήτων  σε ιδιώτες και κοινωνικά ευαίσθητους επιχειρηματίες; Αντιγράφω από δημοσίευμα του Έθνους:
«[η] πολιτική ηγεσία του υπουργείου θεωρεί ότι σε μία εποχή δύσκολης οικονομικής συγκυρίας μπορεί να υλοποιηθεί από ευαισθητοποιημένες κοινωνικά επιχειρήσεις η συγκέντρωση και η διανομή προϊόντων τους που θα είναι ικανά να αμβλύνουν τον πόνο των απόρων στις φυλακές. Και αυτό διότι μέχρι τώρα η συντήρηση των εν λόγω κρατουμένων -όσον αφορά τα είδη καθημερινής ανάγκης για τη διαβίωσή τους- γίνεται με έναν αποσπασματικό τρόπο που επαφίεται στις τυχόν ανθρωπιστικές διαθέσεις διευθύνσεων καταστημάτων κράτησης, επιστημόνων (π.χ. κοινωνικών λειτουργών), ή άλλων υπαλλήλων των φυλακών οι οποίοι έρχονται σε επαφή με άτομα και φορείς προκειμένου να συνδράμουν στην κάλυψή τους. Σ΄ αυτήν την προσπάθεια συνδράμουν επίσης φιλόπτωχοι σύλλογοι, κατά τόπους εκκλησίες, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, αλλά και φιλάνθρωποι πολίτες που παράσχουν στους έγκλειστους οποιαδήποτε βοήθεια μπορούν»
  [http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=11424&subid=2&pubid=55716993]
Οποιαδήποτε βοήθεια μπορούν! Έτσι, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, το μοντέλο παραπέμπει σε φιλανθρωπικού και θρησκευτικού περιεχομένου κινήματα σαν αυτά που άνθιζαν στα κοινωνικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα του 19ου αιώνα και στο πλέγμα των διάφορων «εργολάβων ηθικής» και των εκστρατειών τους απέναντι στους ηθικά παραστρατημένους…
Εκεί βρισκόμαστε; Μάλλον αυτό το αλαλούμ μεγαλεπήβολων σχεδιασμών παράλληλα με την έκκληση σε φιλάνθρωπους ή κοινωνικά ευαίσθητους αποκαλύπτει το αδιέξοδο μιας πολιτικής με άξονα την ανθρώπινη ιδιότητα και τα δικαιώματα των κρατούμενων. Με δυο λόγια, εάν στα συμφραζόμενα του 21ου αιώνα και της οικονομικής κρίσης των τελευταίων 10ετιών οι θεσμοί είναι ανίκανοι να επιτελέσουν τους στόχους για τους οποίους δημιουργήθηκαν, η παρέμβαση πρέπει να γίνει στους θεσμούς και στις δυσλειτουργίες τους αντί για πολιτικές, κυνικού θα έλεγα περιεχομένου, που καλούν την κοινωνία να συνδράμει αυτούς που οι θεσμοί έχουν θέσει εκτός των τειχών και το κοινωνικό σώμα έχει εξοικειωθεί είτε να ξεχνάει την παρουσία τους είτε να ζητάει να γίνουν ακόμα πιο στέρεα τα τείχη που αποκλείουν τη συνύπαρξη –ενδεικτικό παράδειγμα το αίτημα για απομάκρυνση των φυλακών από τον αστικό ιστό. Εθελοντισμός, λοιπόν, έναντι τίνος; Το σωφρονιστικό πρόβλημα δεν είναι Ολυμπιάδα, δεν έχει τίποτα το φαντασμαγορικό, μόνο οδύνη και σ’ αυτήν την οδύνη οι θεσμικές πρακτικές μας έχουν εξασκήσει να κλείνουμε τα μάτια.  ‘Όμως οι κρατούμενοι και οι κρατούμενες δεν είναι ζητιάνοι και ζητιάνες ν’ απλώνουν το χέρι στους φιλάνθρωπους, καμιά ποινική νομοθεσία δεν προβλέπει κάτι τέτοιο ως παρεπόμενη ποινή…


Σάββατο 16 Ιουλίου 2011

Την προσοχή σας καλοί μας άνθρωποι…



Για μια ακόμα φορά σκέφτομαι πόσο σημαντικό στάθηκε στο έργο του Goffman, Τα άσυλα, στην προσπάθεια μου να επικοινωνήσω στην τάξη τη σημασία της ιδιότυπης  κοινωνικής οργάνωσης των ολοπαγών ιδρυμάτων και την «κανονικότητα» των διαδικασιών αποσάρκωσης του εαυτού των εγκλείστων προκειμένου να κατανοήσουν την «κανονικότητα» της βίας στη φυλακή. Και αναφέρομαι σ’ εκείνο το σκοτεινό κομματιού της βίας το οποίο εκπορεύεται από το πλέγμα ανταμοιβών και κυρώσεων και από τα αιτιολογικά αυτού του δίπολου, να κατανοήσουν με δυο λόγια σε ποια «κανονικότητα» εμπεριέχεται ο ίδιος ο πυρήνας της στέρησης.
Αναφέρει κάπου ο Goffman [και το μεταφέρω από μνήμης καθώς δεν βρίσκομαι κοντά στη βιβλιοθήκη μου για να συμβουλευτώ το βιβλίο], ως παράδειγμα της μιαντικής έκθεσης και της παραμόρφωσης του εαυτού του εγκλείστου, την περίπτωση γυναικών που συνήθιζαν να φροντίζουν την εμφάνισή τους στην ελεύθερη ζωή και στο ίδρυμα αντιμετωπίζουν έναν παραμορφωμένο εαυτό, ντυμένο με ρούχα που αποκαλύπτουν αυτό που ο καλλωπισμός έκρυβε.
Ασήμαντο; Ίσως εάν δεν κατανοεί κανείς αυτό ο Goffman περιγράφει: «ο εαυτός αποσαρκώνεται μέχρι το κόκκαλο» για να αναλύσει τις τεχνικές που χρησιμοποιεί ο έγκλειστος για να περισαρκώσει τον εαυτό.
Και το ξαναθυμήθηκα λαβαίνοντας για μια ακόμα φορά, σε διάφορες λίστες στις οποίες συμμετέχω, την έκκληση ψυχολόγου και κοινωνικών λειτουργών των γυναικείων φυλακών του Ελεώνα στη Θήβα για ρούχα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης, καθώς αυτά που υπάρχουν στο ίδρυμα δεν επαρκούν πλέον. Μια έκκληση η οποία φαίνεται συμπαθής και υποδηλώνει φροντίδα για τις κρατούμενες, στις οποίες το κράτος, για διάφορους λόγους από την οικονομική κρίση μέχρι την αύξηση του ποινικού πληθυσμού, στερεί τις παροχές που οφείλει.  
Και μ’ εντυπωσιάζει ο άκριτος τρόπος με τον οποίο αναπαράγεται αυτή η έκκληση από ανθρώπους ή φορείς με αποδεδειγμένη ευαισθησία απέναντι στους κρατούμενους, η οποία δεν εκτονώνεται  και δεν εξαντλείται σε μηχανοκίνητες πορείες υπό το σύνθημα μπουρλότο και φωτιά σε όλα τα κελιά.  
Και πιο πολύ ακόμα με εντυπωσιάζει η δική μου αφέλεια να πιστέψω ότι ένα δέμα, με είδη από αυτά που περιλαμβάνονται στην έκκληση, θα μπορούσε να απευθύνεται σε συγκεκριμένη έγκλειστη με το, εκπληκτικής και ασύγγνωστης αφέλειας,  αιτιολογικό ότι είναι εντελώς εγκαταλελειμμένη και δεν έχει κανέναν να την επισκεφθεί -σημειώνω τους περιορισμούς στα επισκεπτήρια τα οποία μπορούν να κάνουν μόνον συγγενείς ή, κατ’ εξαίρεση και κατόπιν έγκρισης του συμβουλίου της φυλακής,  άτομα που έχουν μπει στον κόπο και έχουν επιδείξει την αναγκαία υπομονή να αιτηθούν τη σχετική άδεια.
Αυτό, λοιπόν, το δέμα το οποίο πλάι στα αντικείμενα περιέχει την φροντίδα κάποιου να διαλέξει το συγκεκριμένο περιεχόμενο, σεβόμενος τις απαγορεύσεις της φυλακής αλλά και την ανάγκη της έγκλειστης να έχει κάτι «δικό της», διαλεγμένο για εκείνη, επιστρέφεται στον αποστολέα με συνοπτικές διαδικασίες! Επιστρέφεται γιατί παρακάμπτει ένα μείζον στοιχείο της διαδικασίας των παροχών: τη λογική της αποθήκης στην οποία στοιβάζονται τα αντικείμενα, χωρίς συγκεκριμένους παραλήπτες προκειμένου να υπακούσουν στην αρχή της από-προσωποποίησης που χαρακτηρίζει τις παροχές. Δεν υπάρχει καμιά ρωγμή στα αιτιολογικά τα οποία βαριέμαι και να αναφέρω γιατί είναι τόσο μονότονα εκπορευόμενα από λογικές και πρακτικές εκπειθάρχησης της μάζας των εγκλείστων και των αναγκών επιβολής και συντήρησης της τάξης στο ίδρυμα τις οποίες συγκαλύπτει ο «ανθρωπιστικός» λόγος περί ισότητας στη μεταχείριση για να γίνουν κοινωνικά κατανοητές στην σπάνια περίπτωση που προβληματοποιούνται…
Είναι όμως φορές που με πνίγει η επιθυμία να πω, μα γιατί δεν είσαστε ειλικρινείς ανθρωπιστές μου που στελεχώνετε το λεγόμενο προσωπικό μεταχείρισης;
Γιατί δεν  σπάτε το κουκούλι των προσχημάτων υιοθετώντας την βολική για το ίδρυμα πρακτική των ομοιόμορφων στολών, έτσι ώστε να διαχειρίζεστε κι αυτό ακόμα το κομμάτι στο οποίο μπορεί να υπολανθάνει ένα ίχνος ατομικότητας, περισάρκωσης του εαυτού των εγκλείστων;   
Δεν είναι πρέπον;
Αντιβαίνει στις αρχές σας;
Φοβάστε ότι θα σας πάρουν με τις πέτρες;
Ή, μήπως γιατί έτσι θα πέσουν κι οι δικές σας άμυνες σε σχέση με την αυτό-εικόνα σας καθώς θα αποκαλυφθεί η συνεχής εναλλαγή και ανακύκλωση ρόλων μεταξύ προσωπικού φύλαξης και προσωπικού μεταχείρισης στο ίδιο βασικό μοτίβο εκπειθάρχησης και φυσικοιποίησης του πλέγματος παροχών και κυρώσεων;
Γιατί, αντί να συμβάλλετε με τις «ανθρωπιστικές» πρακτικές σας στη μετατροπή των εγκλείστων σε ζητιάνους, δεν καταγγέλλετε την στενότητα των παροχών, δυναμικά, απεργώντας; Την αρχή εξάλλου την έχει κάνει το ίδιο το προσωπικό φύλαξης.  Για να συντηρήσετε την επίφαση διαχωριστικών γραμμών σε ένα μηχανισμό που είναι οργανωμένος για την πειθαρχία και την τήρησης της τάξης στον οποίο υπάρχετε ως θλιβερή μειοψηφία στην ποσοτική σας σχέση με το φυλακτικό προσωπικό;
Δεν θα διαφωνήσω.
Αλλά θα συνεχίσω να απορώ γιατί μας θυμίζετε κάθε τόσο την παρουσία σας με παρόμοιες ταπεινωτικές για τους εγκλείστους εκκλήσεις, ως μια ακόμα μορφή κανονικότητας  ενταγμένη στο πλαίσιο των καθηκόντων σας…

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

φλερτάροντας με το θάνατο, του Γιώργου Αυγερόπουλου

[http://www.exandasdocumentaries.com/news/interesting-articles/241-flertarontas-me-ton-thanato]


Έχω καλύψει συγκρούσεις διαδηλωτών με την αστυνομία σε διάφορα μέρη του κόσμου εκτός της Ελλάδας, όπως στην Αργεντινή, την Ιταλία, τη Βολιβία και το Μεξικό. Ειδικά στο Μεξικό, οι αστυνομικοί όπως γνωρίζουν πολλοί, θεωρούνται άγριοι, ανεκπαίδευτοι  και διεφθαρμένοι.  Όμως αυτό που έζησα και κατέγραψα τόσο εγώ όσο και οι συνεργάτες μου χθες Τετάρτη 29/6 στο Σύνταγμα, ξεπερνάει σε αγριότητα κάθε όριο. Η Ελληνική αστυνομία παίρνει δίκαια και με διαφορά το βραβείο βαρβαρότητας. Μιας βαρβαρότητας που καμία σχέση δεν είχε με καταστολή αλλά ήταν ένα συνεχές φλερτ με τον θάνατο.
Από θαύμα δεν θρηνήσαμε νεκρούς. Και ο κ. Παπουτσής θα πρέπει να ανάψει λαμπάδα στον Θεό που πιστεύει, καθώς μόνο στην καλή του τύχη θα πρέπει να αποδοθεί το γεγονός ότι δεν απολογείται σήμερα για θύματα.
 Το σχέδιο εκκένωσης της πλατείας Συντάγματος τις δύο τελευταίες μέρες, ήταν ένα "γιουρούσι" όπως εύστοχα παρατήρησε ο Αϊμάν, Ισπανός δημοσιογράφος που εργάζεται για το Al Jazeera. Ένα γιουρούσι, εναντίον όλων και όποιον πάρει ο χάρος. "Μα καλά τι αστυνομία είναι αυτή που έχετε;" με ρώτησε αγανακτισμένος. "Είστε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τουλάχιστον ακόμα"  μου είπε με νόημα χαμογελώντας.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Περίπου στη 13.30 υπάρχει πολύς κόσμος συγκεντρωμένος μπροστά από την Βουλή. Δεν είναι κουκουλοφόροι. Δεν πετάνε πέτρες. Είναι γέροι, νέοι, γυναίκες, άντρες, φοιτήτριες και φοιτητές, εργαζόμενοι, άνεργοι που φωνάζουν συνθήματα, ρίχνουν την γνωστή μούντζα προς το κοινοβούλιο, και οι πιο θερμόαιμοι μπροστά - μπροστά άντε να εκτοξεύουν καμιά βρισιά εναντίον των αστυνομικών και να κουνάνε τα κιγκλιδώματα που έχουν στηθεί μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη. Τίποτα το σημαντικό δηλαδή που να δικαιολογεί αυτό που θα ακολουθήσει. Ξαφνικά από παντού, από δεξιά, από αριστερά και από το κέντρο, αρχίζει μια γενική επίθεση των αστυνομικών δυνάμεων που απωθούν τους διαδηλωτές προς τα σκαλιά της πλατείας Συντάγματος.  Φανταστείτε δηλαδή χιλιάδες ανθρώπους να τρέχουν αλλόφρονες  προς ένα στενό άνοιγμα το πλάτος του οποίου δεν ξεπερνά τα δέκα μέτρα. Από πίσω τους τα ΜΑΤ, ρίχνουν μέσα στο πλήθος χειροβομβίδες κρότου λάμψης και δακρυγόνα, προκαλώντας πανικό. Άνθρωποι καίγονται από τις φλόγες, πνίγονται από τα δακρυγόνα δεν βλέπουν μπροστά τους και αρχίζουν να ποδοπατούν ο ένας τον άλλον και να κουτρουβαλούν στα σκαλιά. Υπάρχουν άνθρωποι λιπόθυμοι, άλλοι ποδοπατημένοι μέσ' τα αίματα. Παρόλα αυτά οι αστυνομικοί δεν αποχωρούν. Χτυπάνε με τα γκλομπς όποιον βρουν μπροστά τους, ανθρώπους δηλαδή που τρέχουν να σωθούν πατώντας ο ένας πάνω στον  άλλον.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Πέρα από την δράση των προβοκατόρων η οποία έχει καταγραφεί σε βίντεο και φωτογραφίες που βγήκαν και θα συνεχίσουν να βγαίνουν τις επόμενες μέρες, πέρα από τους μπαχαλάκηδες την δράση των οποίων απεχθάνομαι και διαφωνώ κάθετα, η πέτρα είναι πλέον εύκολο να φύγει από το χέρι οποιουδήποτε, που τον χτύπησαν, τον ψέκασαν, και είναι άνεργος, άστεγος - ναι, υπάρχουν πλέον νεοάστεγοι - και κάθε μέρα γίνεται φτωχότερος χωρίς να βλέπει διέξοδο από πουθενά.
Δεν σας κρύβω ότι φοβήθηκα βλέποντας μια άνευ προηγουμένου αγριότητα να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μου. Ένιωσα τον ίδιο φόβο που έχω νιώσει σε ζόρικες περιοχές του πλανήτη. Ένιωσα τον φόβο του θανάτου. Καθώς νόμιζα πως ήταν η ιδέα μου και πως είχα ξεσυνηθίσει να δουλεύω στην Ελλάδα - έχω να δουλέψω στη χώρα μου από το έτος 2000- ρώτησα παλιούς μου συναδέλφους αν είχαν ξαναζήσει κάτι τέτοιο εδώ. Μου απάντησαν πως δεν είχαν ξαναζήσει κάτι παρόμοιο.
Θα ήθελα λοιπόν ένας λογικός άνθρωπος από το υπουργείο "Προστασίας του Πολίτη" (το βάζω σε εισαγωγικά γιατί πλέον ο τίτλος του μου θυμίζει το Υπουργείο Αγάπης του Όργουελ στο 1984) να μου απαντήσει στις εξής ερωτήσεις:
  1. Ποιος έδωσε την εντολή για την γενική επίθεση στις 13.30 και γιατί; Ποιανού ιδέα ήταν να διατάξει τις αστυνομικές δυνάμεις να κυνηγήσουν ένα πανικόβλητο πλήθος που ποδοπατιέται στα σκαλιά  πετώντας κρότου - λάμψης και δακρυγόνα χτυπώντας αδιακρίτως, παίζοντας κορώνα γράμματα την πιθανότητα, κάποιος ανάμεσα στους χιλιάδες, να αφήσει την τελευταία του πνοή στην πλατεία.
  2. Για ποιο λόγο οι αστυνομικοί δεν σεβάστηκαν το ιατρείο της πλατείας Συντάγματος; Επαγγελματίες γιατροί πνευμονολόγοι και άλλοι, όλοι εθελοντές, φρόντιζαν  τραυματίες καθ' όλη την διάρκεια των συγκρούσεων. Δεν ήταν "κουκουλοφόροι", γιατροί ήταν. Φώναζαν στους αστυνομικούς "εδώ είναι ιατρείο" αλλά καμία σημασία δεν έδιναν εκείνοι. Αφιονισμένοι, τους έριχναν δακρυγόνα και τους χτυπούσαν.  Όπως μας είπε ένας γιατρός "Αυτά δεν γίνονται ούτε στον πόλεμο. Ακόμα και στον πόλεμο υπάρχει ανακωχή για να μαζέψεις και να φροντίσεις τους τραυματίες." Τα μάζεψαν άρον - άρον οι άνθρωποι και έστησαν το ιατρείο κάτω στο μετρό αλλά ούτε και αυτό γλίτωσε από τις ρίψεις χημικών.
  3. Για ποιο λόγο χτυπήθηκαν δάσκαλοι στην Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδος; Και αυτοί κουκουλοφόροι; Δεν νομίζω. Τα ΜΑΤ αφού πέταξαν δακρυγόνα στην είσοδο του κτιρίου στην οδό Ξενοφώντος 15, άρχισαν να τους πετούν πέτρες (!) και να ανοίγουν κεφάλια με την ανάποδη του γκλομπ, σύμφωνα με μαρτυρίες των ίδιων.   Τρεις τραυματίες, ένας με σπασμένα πλευρά, ένας με ανοιγμένο κεφάλι και ένας με ελαφρά τραύματα στο  χέρι. Έλεγαν οι δάσκαλοι: "Όταν μια κοινωνία κακοποιεί τους δασκάλους της βρίσκεται στο κατώτερο σκαλοπάτι που μπορεί να φτάσει"
  4. Με ποια λογική οι αστυνομικοί έριξαν χημικά και χτύπησαν ανθρώπους μέσα σε μανάβικα και σουβλατζίδικα στο Μοναστηράκι και στην Πλάκα, προκαλώντας τρόμο σε πελάτες και τουρίστες;
  5. Και τέλος κάτι προσωπικό για τον κ. Παπουτσή: Γιατί με χτυπήσατε; Όχι εσείς δηλαδή, ένας από τους άνδρες της αστυνομίας σας. Επειδή όμως εγώ  δεν γνωρίζω τον "ανώνυμο" ΜΑΤατζή και γνωρίζω εσάς, θα ήθελα πραγματικά μια απάντηση. Η κατάσταση ήταν σχετικά ήρεμη εκείνη την ώρα και γω τραβούσα με την κάμερα μια διμοιρία των ΜΑΤ που ανέβαινε προς την Βουλή, όταν ένας ξέκοψε από την διμοιρία του, ήρθε προς το μέρος μου και στάθηκε μπροστά μου σε απόσταση αναπνοής. Σταμάτησα να τραβάω και κατέβασα την κάμερα. Με κοιτούσε μες στα μάτια. Του είπα τι θέλει και ως απάντηση εισέπραξα μια, για να θυμάμαι τη μέρα. Ο κόσμος άρχισε να φωνάζει: "Τον Αυγερόπουλο χτυπάς ρε". Δεν αντέδρασα καθόλου και εκείνος απομακρύνθηκε. Αν είχα αντιδράσει ίσως να τα λέγαμε στο τμήμα όπου θα μου ζητάγατε συγνώμη για την... "παρεξήγηση". Παρεμπιπτόντως: Στην Οαχάκα, όταν με είχαν στριμώξει μαζί με τον κάμεραμάν μου οι Μεξικανοί αστυνομικοί,  που όπως είπαμε θεωρούνται άγριοι, ανεκπαίδευτοι και διεφθαρμένοι, τους φώναξα "Δημοσιογράφος" και δεν με πείραξαν. Στη χώρα μου τις έφαγα για πρώτη φορά.