Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

Gilles Deleuze, Γράμμα για μια δριμεία κριτική, 1973*


…a harsh exercise in depersonalization

Individuals find a real name for themselves … only through the harshest exercises in depersonalization, by opening themselves up to the multiplicities everywhere within them, to the intensities running through them. [This is] a depersonalization through love rather than through subjection. 

Η δική μου γενιά υπήρξε μια απ’ τις τελευταίες που δολοφονήθηκε από τα βόλια της ιστορίας της φιλοσοφίας. Αυτή η τελευταία ασκεί μια έκδηλα καταπιεστική λειτουργία στο φιλοσο­φικό πεδίο, είναι ο Οιδίπους των φιλοσόφων. «Δεν θα τολμούσα να μιλήσω σε πρώτο πρόσωπο μέχρι να διαβάσω αυτό κι εκείνο, κι εκείνο πάνω σ’ αυτό, κι αυτό πάνω σ’ εκείνο». Στη γενιά μου, πολλοί έμειναν ευνουχισμένοι, ενώ άλλοι εξαντλήθηκαν ανακα­λύπτοντας προσωπικές μεθόδους και νέους κανόνες, μια νέα το­νικότητα. Σε ότι με αφορά, για πολύ καιρό «γέννησα» ιστορία της φιλοσοφίας, διαβάζοντας βιβλία του ενός ή του άλλου συγ­γραφέα. Με αντάμειψαν, όμως, με αποζημιώσεις κάθε είδους: προπάντων προτιμώντας συγγραφείς που συγκρούονταν με την ορθολογική παράδοση, πάνω στην οποία στηρίχτηκε η φιλοσο­φία της ιστορίας (υπάρχει, για μένα, μια μυστική σχέση ανάμεσα στον Λουκρήτιο, τον Χιούμ, τον Σπινόζα, τον Νίτσε, μια κόκκινη κλωστή αποτελούμενη από την κριτική του αρνητικού, την κουλ­τούρα της χαράς, το μίσος για την εσωτερικότητα, τον εξωτερικό χαρακτήρα των δυνάμεων και των σχέσεων, την κριτική της ε­ξουσίας κ.ο.κ.).

 Αυτό που απεχθανόμουν περισσότερο απ’ όλα, ήταν ο εγελιανισμός και η διαλεκτική. Το βιβλίο μου για τον Καντ είναι μια άλλη υπόθεση, του ήμουν πολύ αφοσιωμένος: εί­ναι ένα βιβλίο πάνω σ’ έναν εχθρό, προσπαθώ να δείξω πώς λει­τουργεί, ποια είναι τα γρανάζια του (το δικαστήριο της Λογικής, η ηθική χρήση των Πανεπιστημίων, μια υποταγή τόσο υποκριτι­κή, ώστε να αξιωθεί τον τίτλο του νομοθέτη). Αλλά η μέθοδος μου για να τη γλυτώσω, εκείνη την εποχή, συνίστατο, πάνω απ’ όλα, είμαι πεπεισμένος γι’ αυτό, στην κατανόηση της ιστορίας της φιλοσοφίας σαν ένα ακαλλιέργητο είδος, ή, πράγμα που εί­ναι το ίδιο, σαν μια άσπιλη σύλληψη. Με φανταζόμουν να κατα­φτάνω στα πλευρά ενός δημιουργού και να του κάνω ένα γιό, γιό δικό του, αλλά τερατόμορφο. Ότι ήταν δικός του, είναι πολύ σημαντικό: ήταν αναγκαίο ο δημιουργός να είπε πραγματικά όλα αυτά που εγώ τον παρουσίαζα να λέει. Αλλά το γεγονός πως το μωρό είναι τερατόμορφο, είναι εξίσου απαραίτητο: χρειαζό­ταν να το ανεχτώ, πράγματι, για κάθε είδους αποκέντρωση, γλί­στρημα, διάρρηξη, μυστική εκσπερμάτωση που θα μου χάριζε ευχαρίστηση.

Marc Ngui, Illustration for “A Thousand Plateaus”, Chapter 1, One or Several Wolves, paragraph 15.


"εί­ναι ένα βιβλίο πάνω σ’ έναν εχθρό, προσπαθώ να δείξω πώς λει­τουργεί, ποια είναι τα γρανάζια του (το δικαστήριο της Λογικής, η ηθική χρήση των Πανεπιστημίων, μια υποταγή τόσο υποκριτι­κή, ώστε να αξιωθεί τον τίτλο του νομοθέτη)"


Υπό αυτή την οπτική, μου φαίνεται παραδειγματι­κό το βιβλίο μου για τον Μπερξόν. Σήμερα υπάρχουν άτομα πε­ριπαικτικά, επιπλήττοντάς με ότι έχω γράψει ακόμη και για τον Μπερξόν. Γεγονός είναι ότι αυτά δεν γνωρίζουν όσο απαιτείται την ιστορία. Δεν γνωρίζουν πόσο μίσος συγκέντρωσε στην αρχή πάνω του ο Μπερξόν στα γαλλικά πανεπιστήμια αγνοούν ότι λειτούργησε σαν σημείο συγκέντρωσης για κάθε τρελό και περιθω­ριακό, εγκόσμιο και μη, που υπήρχε. Και λίγο ενδιαφέρει αν αυ­τό του συνέβη με τη θέλησή του ή όχι. Ήταν ο Νίτσε, που τον διάβασα αργότερα, ο οποίος με χειραφέτησε απ’ όλα αυτά. Σ’ αυτόν είναι αδύνατον να επιφυλαχθεί μια παρόμοια μεταχείριση. Από τους γιούς που βγήκαν από τα πλευρά, είναι αυτός που ται­ριάζει καλύτερα. Δίνει μια απόλαυση διεστραμμένη (εκείνη τη απόλαυση που ούτε ο Μαρξ ούτε ο Φρόιντ είχαν δώσει ποτέ σε κανέναν, απεναντίας): την απόλαυση, για λογαριασμό του καθενός, να λέει πράγματα απλά, με τ’ όνομά τους, να μιλά μέσω αι­σθημάτων, εντάσεων, εμπειριών, πειραματισμών. Το να λες κάτι με τ’ όνομά του, ιδού ένας γεγονός αρκετά παράδοξο: γιατί δεν βρισκόμαστε καθόλου στη στιγμή κατά την οποία εκλαμβάνεται ως ένα «εγώ» ή ως ένα «υποκείμενο» αυτός που μιλά με το όνομά του. Αντιθέτως, ένα άτομο κερδίζει ένα αυθεντικό όνομα κατάλ­ληλο για ορίσει την πιο αυστηρή άσκηση της αποπροσωποποίησης, όταν ανοίγεται στις πολλαπλότητες που το διαπερνούν από καιρού εις καιρόν, στις εντάσεις που το διατρέχουν.


Σαν η άμεση αντίληψη μιας τέτοιας έντονης πολλαπλότητας, το όνομα είναι το αντίθετο της αποπροσωποποίησης που προκάλεσε η ιστορία της φιλοσοφίας: η δική του, είναι μια αποπροσωποποίηση οφειλόμενη στην αγάπη, όχι στην υποταγή. Μιλά από τη φύση αυτού που δεν γνωρίζει, από τη φύση της υπανάπτυκτης κατάληξής του σε σχέση μ’ αυτό το ίδιο. Γίνεται ένα σύνολο μοναδικοτήτων χωρίς συνοχή: ονόματα, επώνυμα, πράγματα, ζώα, μικρά συμ­βάντα. Το αντίθετο μιας προσωπικότητας.

Ακολουθώντας αυτό το μονοπάτι από φυγοπονία, άρχισα να κάνω δύο βιβλία, το Difference et repetition και το Logique du sens. Δεν μου φαινόντουσαν αυταπάτες: ξεχύλιζαν ακόμη από την πανεπιστημιακή διάλεκτο και ήταν πολύ βαριά. Αλλά υπάρ­χει κάτι που προσπαθώ να ταράξω, κάπου να εξωθήσω τον εαυ­τό μου: στον χειρισμό της γραφής ως ροή, όχι ως κώδικα. Και υπάρχουν σελίδες που αγαπώ, στο Difference et repetition, πα­ραδείγματος χάριν εκείνες πάνω στην κούραση και στη σκέψη, γιατί, παρά την πρώτη εντύπωση, αυτές είναι μια ζώσα εμπειρία. Τίποτα που να παραπέμπει παραπέρα, μόνο ένα πρώτο βήμα. Έπειτα υπήρξε η συνάντησή μου με τον Φελίξ Γκουατταρί: ο τρόπος με τον οποίο καταλαβαινόμαστε, συμπληρωνόμαστε, αποπροσωποποιώντας ο ένας τον άλλο, μοναδικοποιώντας τον ένα μέσω του άλλου, εν κατακλείδι αγαπώντας ο ένας τον άλλον. Αυ­τή η συνάντηση δημιούργησε τον Αντι-Οιδίποδα, δηλαδή μια νέα πρόοδο. Διερωτώμαι αν ένας από τους τυπικούς λόγους της εχθρότητας που περιέβαλλε κάποτε αυτό το βιβλίο, δεν είναι κυ­ρίως το ότι φτιάχτηκε από δύο: ο κόσμος αγαπά τις διενέξεις και τις αρμοδιότητες. Γι’ αυτό τείνουν να διακρίνουν το δυσδιάκριτο, δηλαδή να καθορίσουν αυτό που ανήκει στον καθένα μας. Αλλά αφού εκείνος ο καθένας, όπως όλοι, είναι ήδη μια πλειοψηφία, θα πρέπει οπωσδήποτε να συναντηθεί μ’ ένα πλήθος. Αναμφίβο­λα, ο Αντι-Οιδίπους δεν είναι απαλλαγμένος, όχι ακόμη, από πα­νεπιστημιακή σαβούρα: δεν πραγματώνει εντελώς την ποπ-φιλοσοφία ή την ποπ-ανάλυση που είχαμε ονειρευτεί. Ωστόσο πλη­γωθήκαμε απ’ αυτό το γεγονός: βρήκαν το βιβλίο δύσκολο προ­πάντων οι πιο καλλιεργημένοι, οι πιο καλλιεργημένοι στο πεδίο της ψυχανάλυσης. Λένε: θα υπάρξει ποτέ σώμα χωρίς όργανα, τι θέλετε να πείτε με την επιθυμητική μηχανή; Αντιστρόφως, ε­κείνοι που γνωρίζουν λίγα, που δεν έχουν σιτέψει από την ορμή της ψυχανάλυσης, δημιουργούν λιγότερα προβλήματα, βάζουν στην άκρη, δίχως παθήματα της ψυχής, αυτό που δεν καταλα­βαίνουν. Γι’ αυτό το λόγο ξεκαθαρίσαμε ότι το βιβλίο απευθύνε­ται, τουλάχιστον αρχικά, σε αναγνώστες ανάμεσα στα 15 και τα 20.

Το ζήτημα είναι ότι υπάρχουν δύο τρόποι ανάγνωσης ενός βι­βλίου. Ή το θεωρείς ένα κουτί που σε προσκαλεί να μπεις μέσα του: σ’ αυτή την περίπτωση θα αναζητήσουμε τις σημασίες, και μετά, αν είμαστε ακόμα πιο διεστραμμένοι ή διεφθαρμένοι, περ­νάμε στην έρευνα του σημαίνοντος. Το επόμενο βιβλίο το μετα­χειριζόμαστε σαν ένα κουτί που περιέχεται στο προηγούμενο, ή σαν αυτό που με τη σειρά του το περιέχει. Αυτό θα σχολιαστεί, θα ερμηνευτεί, θα ζητηθούν διευκρινήσεις, θα γραφτεί το μετά- βιβλίο, σε μια διαδικασία χωρίς τέλος. Αλλά ιδού ο άλλος τρόπος ανάγνωσης: συνίσταται στο να θεωρηθεί το βιβλίο σαν μια μη σημαίνουσα μηχανή. Μόνο που προκύπτει ένα πρόβλημα: λει­τουργεί αυτή η μικρή μηχανή; Και πώς; Αν δεν λειτουργεί, τέλος πάντων αν δεν συμβαίνει τίποτα, πάρτε ένα άλλο βιβλίο. Αυτός ο δεύτερος τρόπος ανάγνωσης, θα μας επιτρέψει να ορίσουμε μια ανάγνωση σε ένταση: συμβαίνει ή δεν συμβαίνει κάτι.


* Μτφρ. Π. Καλαμαράς, στο G. Deleuze, Η κοινωνία του ελέγχου, ελευθεριακή κουλτούρα, 2001, σ. 17-20. Πρόκειται για απόσπασμα από το "Letter to a harsh critic" (1973) με παραλήπτη τον Michel Cressole, Negotiations, 1995, σ. 3-12. Δημοσιεύθηκε και στο διαδίκτυο στις 20.1.14 στο http://afterhistory.blogspot.gr/2014/01/blog-post_20.html#sthash.hu6rkcam.gbpl

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου