Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

Μ. Εμμανουηλίδης-Α. Κουκουτσάκη, Ο ακρωτηριασμός του σώματος και η πολιτική (αν)οικονομία των εξουσιών

Αναδημοσιεύουμε κάποια σημεία από το βιβλίο, Χρυσή Αυγή και στρατηγικές διαχείρισης της κρίσης, Futura, 2013, τα οποία ίσως είναι χρήσιμα για την κατανόηση της επικίνδυνης τακτικής του κράτους με αφορμή την «υπόθεση Ρωμανού»: Το κριτήριο κατανόησης και ελέγχου της δράσης των εξουσιών δεν είναι η νομιμότητά της, η καταγωγική της θεμελίωση σε ένα σύστημα δικαίου, αλλά η αποτελεσματικότητα και η πολιτική της οικονομία σε σχέση με το στρατηγικό στόχο, την ανασυγκρότηση του πληθυσμού, την παραγωγή ενός νέου μετακρισιακού πληθυσμού. 

1.

[...] Μια κατάσταση αναταραχής εξουσιών, λοιπόν, μια ταυτόχρονη παρουσία ετερογενών, ή ακόμη και αντιφατικών, τροπικοτήτων, μια ελλειμματική, ανίσχυρη και υπερβολική διακυβέρνηση. [...] Το κράτος τείνει να γίνει «όργανο παρακράτησης, μηχανισμός σφετερισμού, δικαίωμα ιδιοποίησης ενός μέρους από τα πλούτη, υφαρπαγή προϊόντων, αγαθών, υπηρεσιών, δουλειάς και αίματος από τους υπηκόους».[1] Αν το κράτος, στο βαθμό που γίνεται υπέρτατη εξουσία «απαιτεί από τους υπηκόους να θυσιαστούν για να σώσουν το θρόνο»,[2] αυτό δεν συνιστά μια απλή επιστροφή στο δικαίωμα της εξουσίας να σκοτώνει ως ενέργεια χρηματοδότησης της ισχύος της. Αν αποσπά την ενέργεια του πληθυσμού και διαχειρίζεται το θάνατό του, αυτή η επιστροφή δεν είναι επιστροφή ενός παλιού χρόνου, αλλά συνιστά μια επανακωδίκωση της κυριαρχικότητας: Γιατί ο θρόνος τώρα δεν είναι το σώμα του βασιλιά, αλλά τείνει να γίνει η «συμβολική δομή που ορίζουν οι παραστάσεις που “αναβλύζουν” από την ίδια την κίνηση του τοκοφόρου κεφαλαίου».[3] Αυτός ο θρόνος δεν έχει σώμα, και είναι ανάγκη να ανασυγκροτηθεί ο πληθυσμός: όχι ως διαχείριση περιττού πληθυσμού, αλλά ως πληθυσμός ο οποίος καθίσται το αρχικό και τελικό ισχυρό σημείο απεδαφικοποίησης και εδαφικοποίησης του κεφαλαίου και αγκύρωσης του κράτους. 
    Αν ο Foucault θεωρούσε ότι από το 18ο αιώνα και έπειτα «η πολιτική οικονομία έμπηξε μια φοβερή σφήνα στην απέραντη έπαρση του Αστυνομικού κράτους» και ότι ήταν αυτό το στοιχείο «που επέτρεψε να εξασφαλιστεί ο αυτοπεριορισμός της διακυβερνησιακής λογικής»,[4] τώρα τα πράγματα είναι αλλιώς: Η κανονικοποίηση της κοινωνίας με γνώμονα την απεριόριστη ισχύ του καθεστώτος αληθείας της αγοράς επιχειρείται με τα μέσα μιας απεριόριστης κρατικής κυβερνολογικής, με τα μέσα ενός κυριαρχικού κράτους.
Συνεπώς, το κράτος αποσύρεται προκειμένου να επαναρρυθμίσει· αδιαφορεί, για να ανασυγκροτήσει τον πληθυσμό. Το κοινωνικό σώμα πρέπει να τρομοκρατηθεί, να δει την τύχη του αντι- ή μη-παραγωγικού, του απειθούς, του επίορκου, του άρρωστου, ή του ψυχοπαθούς, να δει την τιμωρία του σώματος που δεν δαπανάται ως εργασιακή δύναμη είτε γιατί δεν μπορεί είτε γιατί δεν θέλει πολύ: Να απειληθεί με τα σημάδια της εξουσίας στο σώμα του, να νιώσει τον τρόμο της πιθανής μεταχείρισής του ως περιττό σώμα. 
Δεν πρόκειται, προφανώς, για τακτικές μείωσης της κρατικής δαπάνης, και οι σαρωτικές κατασταλτικές επιχειρήσεις που σχετίζονται με τη μετανάστευση, την πορνεία ή την τοξικομανία συνιστούν άχρηστες πολιτικές διαχείρισης των ζητημάτων. Ούτε πρόκειται για τεχνάσματα απόσπασης από τους πραγματικούς αγώνες και τα πραγματικά ζητήματα, αλλά για διαύλους μετάδοσης ισχυρών σημάτων στον πληθυσμό: Τα σωματικά σημάδια είναι το σήμα του κόστους της πιθανής ανυποταξίας στις νέες ασαφείς ρυθμίσεις της ζωής.[5] Κι αυτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας του κράτους με το κοινωνικό σώμα είναι οι ίδιοι με τους διαύλους της ΧΑ, τα ίδια σημάδια, τα ίδια σήματα. Η ρευστοποίηση των στοιχείων ζωής του κοινωνικού σώματος επιβάλλεται διά του ακρωτηριασμού του. Η ρευστοποίηση απαιτεί τον τεμαχισμό του στερεού. Αλλά η ΧΑ παίρνει τόσο κυριολεκτικά αυτόν τον τεμαχισμό του στερεού. Υπάρχει μια τομή ανάμεσα στην επιθετικότητα του κυριαρχικού κράτους έναντι της κοινωνίας και της βίας της ΧΑ. Γιατί η βία της ΧΑ δεν είναι βία προσάρτησης, απόκτησης της ενέργειας του θηράματος, δεν είναι πράξη θήρας: Το θήραμα δεν πρέπει να φαγωθεί αλλά μόνο να πεταχτεί, καθώς ο στόχος δεν είναι το θήραμα αλλά η ίδια η χειρονομία της βίας ως προσφορά αυτής και της εικόνας τού ανήμπορου θηράματος στη φαντασιακά αμετάβλητη στερεότητα της φυλής. Αντίθετα, η βία του κυριαρχικού κράτους σκοπό έχει την άμεση προσάρτηση της ενέργειας του θηράματος, της απόκτησης του πλούτου του. Αλλά, αυτές οι δύο διαφορετικές ενέργειες ακρωτηριασμού συναντιούνται εν πολλοίς (όπως θα δούμε στο τελευταίο κεφάλαιο).

 2.

«Για ποιους λόγους η Ελληνική Αστυνομία δημοσίευσε φωτογραφίες των βασανισμένων συλληφθέντων [κατηγορούμενοι για μια ληστεία στο Βελβεντό Κοζάνης, 2.2.2013] και μάλιστα με μία τόσο εξόφθαλμη παραποίηση στοιχείων, μένει να απαντηθεί από το αρμόδιο Υπουργείο και τον κ. Δένδια. Προς το παρόν, τηρείται σιγή ιχθύος για το τόσο ξεκάθαρο ζήτημα της καταπάτησης των δικαιωμάτων και της δημοκρατίας».[6] Το ερώτημα δεν θα μπορούσε να απαντηθεί με όρους κοινωνικού κόστους αυτής της τακτικής της Αστυνομίας. Πρόκειται για μια τακτική που παράγει φρίκη και αντίσταση, και απονομιμοποιεί το κράτος ως φορέα δικαίου. Αλλά φαίνεται ότι πια το κράτος και μπορεί και θέλει να αναλαμβάνει το κόστος της άσκησης εξουσίας ανώτατης αρχής, να γίνεται επικίνδυνο για τον εαυτό του επιδεικνύοντας την επικινδυνότητά του στους πολίτες. Η δημοσιοποίηση της χρήσης εξατομικευμένης και στοχευμένης βίας δείχνει ότι η κεντρική εξουσία δεν ενδιαφέρεται να πειθαρχήσει επί των σωμάτων των κρατουμένων ή των διωκώμενων, αλλά να κυριαρχήσει επί του πληθυσμού, ως εξουσία ανώτατης αρχής· να παρουσιάσει τα βασανισμένα σώματα ως μια ηλεκτρονική τελετουργική πράξη καθυπόταξης: Η εξουσία ως το σημάδι επί του σώματος όπως τα σημάδια της βίας στα σώματα των μεταναστών της Χρυσής Αυγής. Ακόμη και η ΧΑ που είναι ανοικονόμητη στην άσκηση βίας, διαχειρίζεται προσεκτικά την ορατότητα αυτής της βίας, είναι φειδωλή στην υπογραφή των πράξεων βίας. Η διαδικασία κοινωνικοποίησης του κράτους όπως ήθελε η νεοφιλελεύθερη κυβερνολογική των υποκειμένων έχει ανακοπεί προκειμένου το κοινωνικό σώμα να πειθαρχήσει στην αναζητούμενη μετα-νεοφιλελεύθερη ρύθμιση αποκρατικοποίησης της οικονομίας (με την ειδικό τρόπο που παρουσιάσαμε στο κεφάλαιο 2). Αν η ΧΑ θέλει να αφήνει το ανυπόγραφο σημάδι της βίας της στο σώμα, το κράτος, ως κράτος δικαίου, ήθελε να το κρύβει, ή κυρίως δεν ήταν αυτό το σημάδι στο σώμα η βασική τεχνική καθυπόταξης. Το πέρασμα του ορίου της κυριαρχικότητας ως εκφοράς της κρατικής εξουσίας, ένα κατώφλι προετοιμασμένο από καιρό, σφραγίστηκε τον Φεβρουάριο 2013 όταν το photoshop στα πρόσωπα των συλληφθέντων του Βελβεντού συντελέστηκε τόσο άκομψα, λες και έγινε για να αποκαλύψει, και όχι να κρύψει τα σημάδια του βασανισμού. Το κράτος ήθελε να είναι ερασιτεχνικό για να δείξει αποφασιστικά ότι μπορεί να ασκεί βασανισμό επαγγελματικά.

Emanuele Balzani, Do not go gentle into that goodnight, 1996

 3.

[...]  "Η δράση στην γκρίζα ζώνη είχε αποτέλεσμα, όπως μπορούμε να δούμε όλοι· ταυτότητα κι ακάλυπτο πρόσωπο παραδομένα στα φώτα της δημοσιότητας. Αυτό το έργο, λοιπόν, είναι διαδραστικό. Οι α-πρόσωποι πρωταγωνιστές του, προκαλούν το κοινό να τους δώσει πρόσωπο, να κατανοήσει τη δράση τους ακόμα κι αν φαίνεται υπερβολική ή παράδοξη· κυρίως τότε, γιατί τι νόημα θα είχε το θέαμα αν δεν ήταν για να δώσει νόημα στα πράγματα;" [7]
Άρα εφόσον το ζήτημα είναι μάλλον ποσοτικό, στους «πολέμους» κατά του εγκλήματος, της τρομοκρατίας κλπ, η εξαίρεση του νόμου ορίζεται ως παράπλευρη απώλεια μιας αναγκαίας και αναπόφευκτης διαδικασίας, εξ ου και σπάνια επισύρει κυρώσεις ή νοείται ως «καθαρή παρανομία».
Από την άλλη μεριά, ωστόσο, κάποιες περιπτώσεις «παράπλευρων απωλειών», όπως για παράδειγμα η υπόθεση των συλληφθέντων για τη ληστεία στο Βελβεντό Κοζάνης, είναι υπό πολλές έννοιες ενδιαφέρουσα, εκκινώντας από τα ερωτήματα που θέτει η εκπορευόμενη από τους τιμωρητικούς θεσμούς σπάταλη σωματική, αιματηρή βία, η οποία δεν αποκρύπτεται.
Ένα από τα παράγωγα, λοιπόν, αυτής της εικόνας είναι ότι όχι απλώς εστιάστηκε η συζήτηση στα ματωμένα πρόσωπα των δραστών αλλά ότι σχεδόν εξαντλήθηκε σ’ αυτά. Εδώ, όμως, η «επίθεση» έγινε σε ξένο γήπεδο, με ό, τι αυτό συνεπάγεται για τη δυναμική της, τουτέστιν τη συρρίκνωσή της σε ένα είδος μονομαχίας μεταξύ «επίορκων αστυνομικών» και νεαρών γόνων εύπορων οικογενειών που πήραν τα καλάσνικοφ. Τίποτα πιο εύκολο, δηλαδή, από τα να επανέλθει δριμύτατη στο δημόσιο λόγο η απλουστευτική γενίκευση της «καταδίκης της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται», περίπου σαν το τέλος των παραμυθιών όπου όλοι ζούμε καλά κι άλλοι καλύτερα.
Ωστόσο, ένα από τα ερωτήματα τα οποία τίθενται αφορά αναπόδραστα το συνολικό μήνυμα που κοινοποιεί αυτή η απροκάλυπτη προβολή της θεσμικής βίας, καθώς δύσκολα θα πίστευε κανείς ότι η ανάρμοστη εικόνα αποκαλύπτει δυσλειτουργίες, α-ταξία του τιμωρητικού μηχανισμού ή, πολύ λιγότερο, δομικά του χαρακτηριστικά: ανεκτή, εάν όχι και επιβεβλημένη, η εκτός ορίων βία για την καταπολέμηση της βίας.[8]
Έτσι, για παράδειγμα, η «πρόχειρη επεξεργασία» των φωτογραφιών των συλληφθέντων και καθώς είναι μάλλον απίθανο να μην υπήρχε τεχνικά η δυνατότητα για καλύτερη επεξεργασία τους, θα μπορούσε να διαβαστεί ακριβώς ως πρόθεση για απόλυτη καθαρότητα της παραποιημένης εικόνας, η οποία αποκαλύπτει με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο αυτό το οποίο επιφανειακά συγκαλύπτει, δηλαδή την υλικότητα μιας βίαιης εξουσίας που αφήνει ορατά σημάδια στο σώμα του παραβάτη.

Αποσπάσματα από τις σ. 53-55 & 87-88 (μέρη 1 & 2), Μ. Εμμανουηλίδης, «Οικονομία και κρίση της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής. Η στρατηγική λειτουργία του ρατσιστικού Συστήματος», και τις σ. 121-123 (μέρος 3), Α. Κουκουτσάκη, «Από το κοινωνικό στο ποινικό κράτος. Η Χρυσή Αυγή και οι συμβολικές λειτουργίες των ποινικών θεσμών».



[1] Μ. Φουκώ, Μ., Ιστορία της σεξουαλικότητας, τ. 1: Η δίψα της γνώσης, Αθήνα 1978, σ. 166. Όταν μιλάμε για αναδιάταξη εξουσιών αναφερόμαστε στην αναδιάταξη της συναρμογής του τριγωνικού συστήματος της εξουσιαστικής τροπικότητας κατά τον Φουκώ (κυριαρχική εξουσία ανώτατης αρχής, πειθαρχική εξουσία, κυβερνολογική), βλ σχ. και Security, Territory, Population: Lectures at the Collège de France, 1977-78, Νέα Υόρκη 2007, σ. 107-108.
 [2] Μ. Φουκώ, «Δύο δοκίμια για το υποκείμενο και την εξουσία», (1982), Η μικροφυσική της εξουσίας, Αθήνα 1991, σ. 83.
[3] Δ. Σωτηρόπουλος, «Κατανοώντας τη νεοφιλελεύθερη μορφή του καπιταλισμού: Ο φετιχισμός της κρίσης και η διαρκής στιγμή του Proudhon», Θέσεις, 106 (2009), 53.
[4] Μ. Φουκώ, Η γέννηση της βιοπολιτικήςΑθήνα 2012, σ. 33 και 29..
[5] Για τα τελετουργικά σημάδια και τα κωδικοποιημένα σήματα της εξουσίας, βλ. Μ. Φουκώ, Επιτήρηση και τιμωρία, Αθήνα 1989, ενδεικτικά σ. 172-3.
[6] «Εισαγγελική παρέμβαση για τα βασανιστήρια στους συλληφθέντες της Κοζάνης», Left.gr, 5.2.2013.
[7] Α. Κουκουτσάκη, Α., «Σ' αυτό το έργο θεατές...», 2009.
[8] Όπως η –ατυχέστατη καθόσον αποκαλυπτική της ανάρμοστης εικόνας- απάντηση του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη σε ερώτηση του ΣΥΡΙΖΑ: «Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ ή οποιοσδήποτε άλλος διαθέτει στοιχεία στη διάθεσή του για βασανισμούς συλληφθέντων και όχι για τραυματισμούς τρομοκρατών κατά τη συμπλοκή και την αντίστασή τους - ενέργεια για την οποία μεταξύ άλλων βαρυτάτων αδικημάτων επίσης κατηγορούνται - όφειλε ήδη να τα έχει καταθέσει στη Δικαιοσύνη αντί να εκδίδει ανακοινώσεις, ώστε να κινηθούν οι σχετικές διαδικασίες. Οι οποίοι τρομοκράτες, σημειωτέον, έφεραν βαρύτατο οπλισμό και κρατούσαν όμηρο πολίτη», Σάλος με τη χρήση βίας κατά των συλληφθέντων.

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου